| [B]ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΡΑ ΔΑΚΡΥΖΟΥΝ ΟΤΑΝ ΧΤΥΠΟΥΝ
Φοράς τη μανδύλα κι έχεις τα μάτια χαμηλά
κι όμως, από τα χείλη σου ξεφεύγουν δαχτυλίδια καπνού,
σα σεργιανίζεις νέους δρόμους.
Περπατάς εσύ, δίπλα σε άγνωστα ιερά σύμβολα δίχως να συγκλονίζεσαι.
Πατάς πάνω σε αιματοβαμμένη άγια γη, σα να θυσιάστηκες για αυτή.
Ανάμεσα σε ανεμίζοντα λάβαρα ψυχών, που ατενίζουν την αιώνια ελευθερία-δεν αναγνωρίζεις προγόνους.
Μυρίζεις προσφυγιά.
Χαραγμένος ο νοητός δρόμος της αποστολής σου στο βλέμμα που αποστρέφεις.
Γέρνει τους ώμους από τον κόπο καθώς παλεύεις με τις έσχατες επιθυμίες σου.
Καλπάζουν σαν άγρια άτια πάνω από βομβαρδισμένες πόλεις, ακρωτηριασμένα κορμιά, παιδιά πνιγμένα,
που το κύμα ξεβράζει σε ακρογιάλι.
Θες να ξεπεράσεις το θάνατο τρέχοντας-έρμαιο μιας καλόβολης ζωής.
Στα λιμάνια του πόθου σου ζητάς μια ελευθερία που μόνος σου καταστρατήγησες και βρέθηκες προδομένη ψυχή στον όλεθρο.
Δεν κατάλαβες ακόμα?
Ποια θέληση ψευδή σε κινεί προς την ουτοπία?
Τη βλέπεις πέρα από τη Μεσόγειο να πραγματώνεται, αγνοώντας το νόμο που τη στερεώνει.
Τίποτα μα τίποτα δε σε δίδαξε ο ξεριζωμός?
Βοήθεια εκλιπαρείς από απίστους ενώ το μίσος σου λάμπει πίσω από τη φορεσιά του κατατρεγμένου.
Στα καταφύγια της νέας σου ζωής βγάζεις μαχαίρι και χτυπάς αλύπητα το διπλανό σου.
Σέρνεις στην άκρη μιας δανεικής κουβέρτας τη λεπίδα του μαρασμού πάνω στην λαμπρή ενάρετη πέτρα, που σε δέχτηκε.
Μη γίνεις ακρίδα στον κήπο Του Θεού αδερφέ!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|