|
Με γέννησε η αγρύπνια· στα τετράδιά μου
Όπου οι λέξεις τραμπαλίζονταν όπως των παιδιών οι χαρές
Ένας αέρας φυσούσε αψύς, παράσερνε τα ανθάκια
Της βοκαμβίλιας που μαδούσε
Στον δρόμο της πάνω γειτονιάς.
Κι εκεί
Η νεότητα με πλούτιζε, μου έδινε άμετρα αισθήματα, μάθαινα
Σκιρτήματα της ερωτικής αγκαλιάς σου.
Κορίτσι
που έπλασες τα πάντα για να είναι έξω απ' τα μέτρα μου,
Που ήσουν φωνή που ήσουν κραυγή, που ήσουν η άνθιση όλη
Του Απριλίου που την γεύση είχε πόθων που δεν καταλάγιασαν.
Τώρα σκιές περνούν μες απ' τον τοίχο· η άνοιξη ίδια σουλουπώνει
Τις ψυχές· ένα αεράκι ρέπει τις χίμαιρες προς την μελαγχολία· κι εσύ
Με διαβάζεις κρυφά, πίσω από το επαρχιακό σου νεφέλωμα, αήττητη κι απ' όλα προδομένη
Που ζεις τους θησαυρούς που πάντα θα 'ναι οικουμενικοί..
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|