| Είμαι σε μια γλάστρα,
έξ’ απ’ το σαλόνι,
που κοιτάει τ’ άστρα,
πάν’ απ’ το μπαλκόνι.
Μ’ έχουνε γεμίσει,
στο καφέ το χώμα,
έχουνε μυρίσει,
τ’ αλικό μου χρώμα.
Ρίζα
βγάζω και πονάω,
μίζα
δίχως να ζητάω,
φύλλο
βγάζει το κορμί μου,
ήλιο
θέλει η ζωή μου.
Όλο με ποτίζουν,
οι δικοί μου φίλοι,
όλο με μυρίζουν,
ζώα κι άλλοι χίλιοι.
Όλο βγάζω άνθη
και φύλλα γεμίζω,
μα βγάζω κι αγκάθι
και σας τραυματίζω.
Μετρώ τριάντα φύλλα,
να ‘χω στο κεφάλι,
χρώμα ροζ και λίλα,
άλλα μαύρα πάλι.
Κι αν άλλο δεν έχω
χάρη να σας δώσω,
τον ψυχρό σας κάδο
τέλος θ’ ανταμώσω.
Άνθη
πάλι θα μου κόψουν.
Βάθη,
θα με ξεριζώσουν.
Μόνος
μου θα ερημώσω,
πόνος
και θα μαραζώσω.
Ένα ρόδο θα ‘μαι
και μαραζωμένο,
όμορφο δε θα ‘μαι
μα παρατημένο.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|