| Είν' ο παράδεισος πνιγμένος μες τη σκόνη
τα καραβάνια των ανθρώπων ναυαγούν
ο ήλιος κρέμεται σε μια χρυσή αγχόνη
και γκρίζα σύννεφα σαν όρνεα γυρνούν
Μια Δουλτσινέα στη γωνιά πίνει σαμπάνια
κι ένας Κιχώτης παίζει βώλους οκλαδόν
χρόνια τρελός απ' την χαμένη περηφάνεια
χρόνια τρελή πόρνη γραφιάδων κι ιπποτών
Λευκές δαντέλες ταιριαστά σε μπλε βελούδα
μοιάζει με θάλασσα γαλέρες σα χτυπά
με τα μαλλιά της τα λυτά , σα χρυσά σκούδα
θάλασσα μ' άστρα τα ασημένια της κουμπιά.
Κι ένα χαμόγελο σα ρόδο τα κελάρια
φθονούν γιατί όλο τους το κόκκινο κρασί
δε φτάνει να μεθύσει τόσα παλικάρια
όσα για εκείνο στη φωτιά έχουν ριχτεί.
Εκεί στο έκτο ή στο έβδομο ποτήρι
ξάφνου σηκώνεται μα έχει ζαλιστεί
Έει Δον ! Του λέει.. Θέλω ακόμη ένα χατίρι :
Έπεσε το άσπρο το μαντίλι μου στη γη
Σαν να τον χτύπησε το ρεύμα αυτός σηκώνει
τ άχρηστο δόρυ του , τ ακίνδυνο σπαθί
τον δεσμοφύλακα άγγελο ευθύς σκοτώνει
βροχή είν' το άτι του και γκέμι μια αστραπή
Φεύγει αυτός μα εκείνη έρχεται κοντά μου
είχα ξαπλώσει κάτω από μία ελιά..
Μου λέει της έλειψαν τα χάδια , τα φιλιά μου..
Χρόνια τρελός εγώ δεν τη θυμάμαι πια
{Α}
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 9 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|