| Δεν ήταν γραφτό, λες.
Σιωπάς και αφουγκράζεσαι
των καιρών τα σημάδια, τα άδεια
μπουκάλια - τα τόσους αιώνες θαλασσοδαρμένα
χωρίς μήνυμα, χωρίς παραλήπτη, χωρίς προορισμό.
Δεν ήταν γραφτό, λες.
Αν ήταν, η μοίρα θα χε χτύπο,
θα χε ρυθμό η Κυριακή,
ενώ τα χέρια σου είναι ακόμα ροζιασμένα
και τίποτα δεν άλλαξε.
Τόσος πόνος, τόσο αίμα
κι εσύ να λες γραφτό δεν ήταν.
Πόσος ήλιος ακόμα να θυσιαστεί και πόσο φως να πάψει,
πόσες ψυχές ν' αγοραστούν, πόσες ευχές να συγκρουστούν,
πόση ζωή σαν το μελάνι να χυθεί
και πόσος ουρανός να φτάσει
για να χτενίσει
της μοίρας σου την κλωστή την ξεφτισμένη,
της μοίρας σου την κλωστή την σκουριασμένη
που ακόμα όπως όπως μπαλώνει
των εκλογών σου τις ρωγμές;
Στους δρόμους γνέφεται ο καιρός,
Και το ταξίδι είναι μακρύ,
λίχνισμα και θέρισμα
σπόροι που δεν φύτρωσαν
λίχνισμα και θέρισμα
μαραμένες προσδοκίες
λίχνισμα και θέρισμα
σε θύελλα σπαρμένη με ανέμους.
Δεν ήταν γραφτό, μην κλαις.
Των Πανδώρων οι ελπίδες 'φέραν τα μακρύτερα σκοτάδια
και η ανάγκη ψήνεται σαν ψάρι στα χείλη.
Έτσι γράφτηκε,
με σκουριασμένες κλωστές
να μπαλώνουν όπως όπως
της ημέρας τις σχισμές.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|