| Η Κλεψύδρα (ΙΙ)
Σε δωμάτια λευκά θα περιφέρεσαι
άδεια ψυχρά και μόνα,
στην παγωμένη ατμόσφαιρα θα γίνεσαι
ένα με τον αγώνα.
Θ' αναμιγνύεται το θάρρος με την λύπη σου
στο χρόνο που μετράει
μα σένα απότομα σταμάτησαν οι δείχτες σου
το αίμα δεν κυλάει.
Γύρω σου τ' άψυχα πολύτιμα σου μοιάζουνε
ιδρώνεις, δεν κοιμάσαι,
οι ανήμπορες ανάσες σου σκεπάζουνε
ότι γλυκό θυμάσαι.
Κι αργά αργά θα λιγοστεύει τ' οξυγόνο σου
το στήθος σου πονάει
σβήνει η φλόγα σβήνει και ο χρόνος σου
γέρνεις αργά στο πλάι.
Στου λυτρωμού το πέλαγο κι αν παραδίνεσαι
μ' ένα σβησμένο βλέμμα
μ' ένα χαμόγελο περήφανα αφήνεσαι
στου ήλιου σου το γέρμα.
Βουβό ένα δάκρυ στο μάγουλό σου κύλισε
-σαν πύρινη ηλιαχτίδα-
για μια στερνή φορά το πρόσωπο φωτίστηκε
κι άδειασε η κλεψύδρα
.
ΚαΤερίνη.
22.05.06
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|