| Το κορμί μου κουρασμένο από περπάτημα ωρών.
Το μυαλό μου φοβισμένο απ' τα σημεία των καιρών.
Η ματιά μου φλογισμένη κι οι ανάσες μου κοφτές.
Δε το θέλησα μα φταίω, δε το θέλησες μα φταις.
Προσπερνώ τις γειτονιές με τα αδύνατα παιδιά.
Προσπερνώ και τη δικιά μου και πετάω τα κλειδιά.
Ταξιδιώτης σ' άλλους τόπους να λοιπόν που θα βρεθώ.
Και το σπίτι μου δε θα 'χει τα γνωστά οδό κι αριθμό.
Θέλω τόσο ν' αρνηθώ όλα αυτά που με κρατούν.
Κι αν έρθουν άλλα να με ψάξουν θλιβερά να μη με βρουν.
Άλλοι μάγκα θα με πουν, κάποιοι θρασύ, πολλοί δειλό.
Θα απαντούσα μα δεν ξέρω σε ποια γλώσσα πια μιλώ.
Ένα φίλο είχα κι εγώ, ή ίσως δυο, μπορεί και τρεις.
Μα την ώρα του αντίο δε την άντεξε κανείς.
Όπου γης μου και πατρίς μα πατρίδα τι θα πει;
Μια μου 'μαθαν ν' αγαπάω μα με πρόδωσε κι αυτή.
Κάθε τέλος μια αρχή, έτσι μου ΄παν να το δω.
Με το βάρος της βαλίτσας μου συνθλίβει το μυαλό.
Τι να κάνω πια εδώ, έγινε αγχόνη αυτή η σιωπή.
Θα με πνίξει καμιά μέρα και θα φύγω με ντροπή.
Πριν το νήμα μου κοπεί λέω να ρίξω πετονιά.
Να δολώσω με ελπίδες, να γαντζώσω μια στεριά.
Κι εκεί πέρα μακριά να τηνε χτίσω απ' την αρχή.
Τη πατρίδα που από ήλιο μου την έκαναν βροχή.
Κι όχι πλέον δεν μου αρκεί το ένα πιάτο φαγητό.
Δεν ειμ' ήρωας, δεν θα γίνω, μα όσο δεν πεθαίνω ΖΩ.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|