| πέρασες πάλι απ’ τον ύπνο σαν ανάμνηση
μα πότε ήταν που ήσουν σάρκα, που ήσουν σώμα;
Με τον καιρό πάντοτε η μάχη ήταν άνιση
μονάχα η άρνηση
πονά μέσα μου ακόμα...
φύσηξε αέρας κι οι κορφές των δέντρων σείστηκαν
και όπως η θάλασσα κυμάτισε κι αφρίζει
είπα : «καλύτερο το κάτι από το τίποτα»
μέσα στ’ ανείπωτα
και μια σου λέξη αξίζει...
ήρθες κοντά και μου πες : «τάχα μ’ αποθύμησες;
Όσα έζησες κι αν τα 'χεις χάσει μη λυπάσαι
οι άνθρωποι φεύγουνε μα μένουν πίσω οι θύμησες
ό,τι υποτίμησες
μονάχα να φοβάσαι...
και πήρε ανάσα το μυαλό μου και πετάρισε
νεκρό πουλί που του χαρίσαν οξυγόνο
μετράει μονάχα η ψυχή ότι λαχτάρισε
τι κι αν το χάρηκε
για τόσο λίγο μόνο ...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|