Μην με κοιτάς
τα ρούχα μου τα έκλεψε ο άνεμος
και παλεύω με τη γύμνια μου.
Περπατώ σε δρόμους λασπωμένους ,γυμνός.
Αιωρούμαι σε πελάγη δίχως στεριά
και κολυμπώ σε αιθέρες ατέρμονους.
Χάνομαι σε λιβάδια γεμάτα κόκκινα και κίτρινα χαμομήλια.
Τα καλοκαίρια δροσίζομαι κάτω
απο τον ίσκιο αιωνόβιων πλατανιών
και νιώθω το γάργαρο νερό να με ξαναγεννά.
Τους παγερούς χειμώνες νιώθω το θάνατο
να με περιμένει σε κάθε απανέμι
που ψάχνω να σταλίσω.
Αίφνης καθρεπτίζομαι στα γάργαρα νερά
μιας ξεραμένης λίμνης
και διαπιστώνω τα σημάδια της λεηλασίας
στο πρόσωπό μου.
'Ωστε λοιπόν πέθανα!
Μα γιατί είμαι ακόμα γυμνός;
Αιώνες που περιδιαβαίνω σ'αγρούς με χρυσαφένιες θημωνιές δεν μπόρεσα να πλέξω στάχινο πανωφόρι
να ντύσω το κορμί μου;