| απο ώρες που ύπνος δε με σκέπει
απο στιγμές που με λιανίζουν σφάχτες
μαρτύρια κι απελπισιά οι κράχτες
νά η βασιλεία μου και μου πρέπει
εδώ το πετσί μου σκάει φρυμένο
απ'τ'άπειρο φαρμακωμένο χιόνι
που μαύρο γυαλιστερό σα τ'αφιόνι
και δικό μου, λάμπει πλημμυρισμένο
ο χαλασμός θα με καταγκρεμμίσει
ούτε αλλαγή ούτε παύση μία
καταδεχτή απαντοχή καμμία
χάσκω την οργισμένη θεία κρίση
μα δε λιγοθυμώ και δεν φρικιάζω
αντάμα άγιο χέρι με στηρίζει
τηρώντας κατα μένα και μ'αγγίζει
με πείσμα σαν αετός ξεχειμωνιάζω
και σιδερόφτερος ψηλά σκαλώνω
στ'απάτητα του πορφυρού χρωμάτου
φωνάζω στη δύναμη τ'αδυνάτου
κι ήσυχα το μυαλό μου προσηλώνω
ποιος με κοιτάει, ποια μάτια βλέπουν
στ'όνειρο του ανθρώπου η φαντασία
για να χιλιάζουν, οι λάμψεις με αξία
τα σταυρωμένα μου φτερά να σκέπουν
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|