| ΓΕΛΑ ΠΑΛΙΑΤΣΟ
Κόσμος πολύς που περπατά, στην πόλη τη μεγάλη,
σε μιά πλατεία τα παιδιά, το ρίξανε στην πάλη,
πιο κάτω ένας καστανάς, ανάβει τη φωτιά του,
να ψήσει κάστανα πολλά, να φάνε τα παιδιά του,
κι ο κλόουν φτιασιδώθηκε, να πάει σε φιέστα,
για να γελάσουν τα παιδιά, πρέπει να δόσει ρέστα,
μα τη ψυχή του που πονά, την κρύβει...μην την δείξει,
πρέπει μονάχα να γελά κι ύστερα άμα λήξει,
το πανηγύρι της χαράς,θα παει για να κλάψει,
μονάχος του στο σπίτι του, μην τάχα και ξεβάψει,
γιατί ειν΄τα δάκρια καυτά και σβήνουν τα φτιασίδια,
κι αυτός θα πρέπει να γελά, και να φορά στολίδια,
γέλα παλιάτσο φώναζαν,κι έπρεπε να υπακούσει,
πως ν΄αρνηθεί ο έρημος, σε τούτο το λεφούσι,
μα η ψυχή του έκλαιγε, πόνεσε , είχε ματώσει,
δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τον φίλο τον Θεοδόση,
έφυγε μόνος κι έρημος,μιά νύχτα δίχως άστρα,
δεν θα ξανάφτιαχναν μαζί, πάνω στην άμμο κάστρα.
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|