Απο της Λήμνου την αυγή, ξυπνάς να δραγατέψεις
τον ήλιο και την θάλασσα να δείς και να μερέψεις.
Στης Θάσου τα γλυκά νερά, πλένεις το προσωπό σου
στεγνό στου Άθου τις πνοές, το χειρομάντηλό σου.
Βουνό ιερό! Απάτητο στων βέβηλων τα χρόνια!
Δίνεις καρπούς μόνο εκεί πού ξέρουν τα τελώνια!
Στου Διονύσου τις γιορτές, στων ιερών μαντείων
στις νύμφες τις κρυστάλλινες, στους δράκους μεταλλείων.
Οι αετοί το ξέρουνε! Ο λύκος και ο ρύσσος!
Δερρίοπες βάζουν φωτιά! Ξορκίζουνε το μίσος!
Σκαλίσματα παλιών φυλών, σε βράχους γρανιτένιους
ύμνους για σένα τραγουδούν! Ύμνους μαλαματένιους!
Οι Μακεδόνες γίγαντες, οι Θράκες μονομάχοι
ήπιαν νερό στις χούφτες σου και νίκησαν στην μάχη.
Και σύ Παν γαία στέκεσαι θρόνος και κάστρο αντάμα
Βλέπεις ζερβά βλέπεις δεξιά και ξεπηδάει το θάμα.