| ΜΕ ΑΝΟΙΚΤΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ
Μεγάλωσε σε γειτονιά
γεμάτη από εργάτες
τον Δον Κιχώτη έπαιζε μικρός
κυνήγαγε τις γάτες.
Σε μια ξύλινη εκκλησιά
για ένα Θεό του είπαν
του πούλησαν Παράδεισο
για κόλαση δεν είπαν.
Τ' αστέρια κοίταζε ψηλά
ήθελε να τα φτάσει
το μέσον έψαχνε να βρει
να τρέξει να προφτάσει.
Σχολείο τον εστείλανε
δάσκαλοι τον νουθεύσαν
και προφεσόροι διάφοροι
τα νιάτα του του κλέψαν.
Και η ζωή η άδικη
του φέρθηκε σαν πόρνη
μια πόρνη δίχως όνειρα
που όνειρα σκοτώνει.
Μια μέρα του την έδωσε
βαρέθηκε τη ζήση
τα όρια ξεπέρασε
θέλησε να πηδήσει.
Τα μάτια έκλεισε σφικτά
και άνοιξε τα χέρια
στο δρόμο έφτασε με μιας
και από κει στ' αστέρια.
Τώρα κοιτάζει από ψηλά
παρέα με τ' αστέρια
χαμογελάει ήρεμα
με ανοιχτά τα χέρια.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|