|
Λατρεύω την πατρίδα μου, με μια παράξενη στοργή!
Και δεν πρόκειται να την νικήσει το δικό μου μυαλό.
Ούτε η δόξα κερδισμένη μέσα στη σφαγή,
Ούτε το δόγμα της περήφανο, σιωπηλό,
Ούτε των χρόνων των παλιών οι μύχιοι θρύλοι
Ανοίγουν της αγάπης την πύλη,
Αλλά εγώ αγαπώ, μα γιατί; Δεν γνωρίζω ο ίδιος –
Των στεπών της την κρύα σιωπή,
Των δασών της την σκουροπράσινη σκεπή,
Τις φουσκονεριές των ποταμών αιφνίδιες.
Αγαπώ με κάρο καλπάζοντας ν’ ακούω το αηδονολάλημα,
Και με αργή ματιά, τρυπώντας της νύχτας το παρόν,
Να βλέπω γύρω, λαχταρώντας για κατάλυμα,
Τα φώτα τα τρεμουλιαστά των θλιβερών χωριών.
Αγαπώ την καπνίλα της καμένης καλαμιάς,
Μέσα στην στέπα την εφοδιοπομπή που διανυκτερεύει,
Και μες στην σίκαλη που κυματίζει ο βοριάς
Των σημυδών ζευγάρι που ραχατεύει.
Με χαρά που για πολλούς είναι άγνωστη ή ξεχασμένη,
Βλέπω του αλωνιού τα υψώματα τα καινούρια,
Την ίζμπα με καλάμη σκεπασμένη,
Παράθυρα με σκαλιστά παντζούρια,
Και την γιορτή, την δροσάτη εσπέρα,
Πρόθυμος μέχρι τα μεσάνυχτα να είμαι παρόν
Στο χορό με ποδοκρότημα, σφύριγμα και φλογέρα
Υπό το μίλημα των μεθυσμένων χωρικών.
Μ. Λέρμοντοφ
1841 (2016)
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|