| ... με καταδέχθηκε η Νεράιδα, δεν με κακοκάρδισε.
Έσκυψε το πανέμορφο κεφάλι της που ήταν στολισμένο με τα καστανομελένια σγουρά μαλλιά της, καθώς διέβαινε το κατώφλι της χαμηλής πόρτας που διέθετε το φτωχικό μου καλύβι. Πολύ διακριτικά, χωρίς να σχολιάσει την ακαταστασία μου, πήρε θέση και κάθισε μαζί μου στο παλιό ξύλινο χειροποίητο τραπέζι.
Εκεί μην έχοντας πολλά να προσφέρω στην απρόσμενη επίσκεψη αυτής της οπτασίας, δίχως να διστάσω, άνοιξα το κρυφό μου κελαράκι και της προσέφερα
ότι πολυτιμότερο είχα, λέγοντας της...
- Κυρά μου ..... Σπάνια περνούν από εδώ άνθρωποι, στοιχειά, Θεοί ή Νεραΐδες
σαν εσένα, από αυτό το πυκνό και γεμάτο πλατάνια, της μοναξιάς το δάσος.
Την έχω χρόνια φυλαγμένη.
Όλο κι όλο μια κούπα, μαζεμένη σταγόνα σταγόνα.
Μη φανταστείς...
Όλο κι όλο μια κούπα, απ΄της τελευταίας αγάπης τα δάκρυα.
Ορίστε, στην υγειά σας της είπα και της προσέφερα ευγενικά την κούπα.
Αφού με ευχαρίστησε εξίσου ευγενικά, πήρε στα χέρια της την κούπα και
ήπιε τα δάκρυα μέχρι την τελευταία σταγόνα, η οποία πισωγύρισε και έγινε
μια σταγόνα αίμα που κύλισε από την άκρη των χειλιών της.
Κατόπιν στα χέρια της εμφανίστηκε μια ασημένια πένα και ένας αρχαίος πάπυρος. Με μια κίνηση που έμοιαζε αρχαία τελετουργία, με τα λεπτοκαμωμένα δάχτυλά της πήρε την σταγόνα αίμα που κύλισε από τα χείλη της με την άκρη της ασημένιας πένας και έγραψε πάνω στον πάπυρο με κεφαλαία γράμματα την λέξη ....
- ΑΓΑΠΗ -
'Ύστερα με μελιστάλαχτη φωνή με ρώτησε ...
- ΑΓΑΠΗ ... Πες μου ποιο γράμμα σ' αυτή την λέξη σε ελκύει περισσότερο.
- Χωρίς δισταγμό, της απάντησα σαν να ήμουν έτοιμος πριν από χίλια χρόνια ...
- Α το Α !!
- Ναι αλλά γιατί ..
- Περιέχει την μισή αθανασία ...
- Κι άλλη μισή τότε που είναι;
- Νομίζω με την άλλη μισή. Ίσως σε μια άλλη λέξη ισάξια με την Αγάπη
που έχει κι αυτή δύο Α ...
Ευθύς ένας αγέρας στροβίλισε μέσα στο δωμάτιο. Ένας αγέρας που ανακάτεψε
τα καστανά μαλλιά της και μερικές ακτίνες του Ηλιου που τρύπωσαν από το παραθύρι, στριμώχτηκαν και καρφιτσώθηκαν ανάμεσά τους σαν χρυσές βελόνες, κάνοντας ακόμα πιο μαγική η οπτασία της.
Σηκώθηκε από το τραπέζι. Πήρε στα χέρια της τα χέρια μου και τα φίλησε.
Μου είπε ... Σε ευχαριστώ. Να είσαι βέβαιος, θα ξανάρθω.
Με δρόσισε το κέρασμά σου κι ο λόγος σου.
Πήρε την άδεια φτωχική μου κούπα, την φίλησε κι αυτή και την έβαλε
πίσω στο κρυφό μου κελαράκι.
Συνεχίζεται ...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|