| Ξοδεύονται οι μέρες της ζωής μας σαν τις βιαστικές σταγόνες της βροχής που χάνονται τώρα δα στην ανοιχτή γυμνή παλάμη μου, ετούτη την ώρα που το ψιλόβροχο γίνηκε καταιγίδα.
Η πρώτη σταγόνα πέφτει σε δέρμα μωρού, κυλάει στις "χαρακιές" της παλάμης και ταξιδεύει πάνω σε αυτήν με τη ρότα που επιτάσσει η Μοίρα.
Και πριν προλάβει να εντυπωσιάσει η Δημιουργία της Ζωής, η ανεξήγητη Γέννηση, δεύτερη σταγόνα ακολουθεί την πρώτη και έπειτα τρίτη και τέταρτη. Όλες μαζί σχηματίζουν ρυάκι που απλώνεται στα άγονα εδάφη του χεριού μου, τα αρδεύει, τα ζωντανεύει, έτσι που μοιάζουν σαν γόνιμα και καρποφόρα χωράφια στα μάτια μου. Μα το ρυάκι γιγαντώνεται, θεριεύει έτσι που δρα πια ανεξέλεγκτα. Ολοένα και ξεχειλίζει από τα τοιχώματα των "χαρακιών" και πλημμυρίζει την ανήμπορη να τις χωρέσει παλάμη μου. Τις πρώτες ναι, θυμάμαι καλά να τις απαριθμήσω, να τις ζωντανέψω και πάλι μπροστά μου, μα τώρα γινήκαν τόσες πολλές, τόσο γρήγορα η μια στοιβάζεται πάνω στην άλλη, που η μια σταγόνα μόλις αγγίξει την προηγούμενη ενώνονται σε μία, έτσι που δεν τις ξεχωρίζω πια. Ένα ορμητικό ποτάμι κυλάει πια στην παλάμη μου, έτσι που τα τοιχώματά της κραδαίνουν και μοιάζουν ετοιμόρροπα. Και πριν καλά καλά το αντιληφθώ, βροχή σαν μαστίγιο χτυπάει την παλάμη μου ολοένα και πιο δυνατά. Νιώθω πως θα πνιγώ, είναι πολλές οι σταγόνες και τόσο γρήγορα επισκέπτονται την παλάμη μου, που θαρρώ πως πρόκειται για αμίλητους περαστικούς διαβάτες. Μια αναπάντεχη αστραπή με συγκλονίζει και με αναγκάζει να σηκώσω το βλέμμα μου προς τον ουρανό. Φως εκτυφλωτικό και ένας ουράνιος καταρράκτης λυσσαλέα πολιορκεί την ανυπεράσπιστη παλάμη μου, που μοιάζει να αντιστέκεται σθεναρά, με δέος και φόβο μπροστά στο υπερφυσικό και υπεράνθρωπο. Ερυθριά από τη δύναμη του νερού, μοιάζουν τώρα οι σταγόνες με τα αναρίθμητα βέλη των Περσών του Ξέρξη που σκέπασαν τον Ήλιο από τα μάτια των Ελλήνων. Κοιτάζω την παλάμη μου, το βλέμμα μου τη συντροφεύει σαν να θέλει να της μεταδώσει και να της συνεισφέρει δύναμη και αντοχή. Είναι πια γερασμένη και ασπρισμένη, οι "χαρακιές" έχουν βαθύνει, έτσι που το βρόχινο νερό έχει αλώσει και κατακτήσει το σκληρό δέρμα μου. Το χέρι μου τρέμει. Αδυνατώ να αντέξω. Οι σταγόνες πια ξεχειλίζουν. Σαν έτοιμες από καιρό, άλλες παλάμες, παλάμες νεανικές, σφριγηλές, γεμάτες ζωντάνια και θόρυβο, τεντωμένες αδηφάγα γύρω μου, παλάμες επιτήδειων και εκπαιδευμένων επαιτών, ενωμένες ποθούν να γευτούν τις σταγόνες που μού 'μειναν. Και εγώ ανήμπορος, μια κραυγή πόνου δραπετεύει από τα σπλάχνα μου και σκίζει τον αγέρα, κλείνω τα μάτια και σφίγγω τα δάχτυλά μου σε γροθιά οργής. Οι έσχατες σταγόνες ξεγλιστρούν μέσα από τα σφραγισμένα καλά δάχτυλά μου και το δέρμα μου ασπρίζει και παγώνει. Ξηρασία απλώνεται στη σάρκα και στην ψυχή μου, τα χέρια μου πια ανοιχτά και παραδομένα, σαν του Χριστού επάνω στον Σταυρό.
Μα πριν παραδοθώ, απέμειναν μια χούφτα δάκρυα μετάνοιας να κυλάνε στα μάτια μου, σημάδι πως σώθηκαν ακόμα λίγες πολύτιμες σταγόνες καλά μέσα μου φυλαγμένες να δροσίζουν την αιώνια ξηρασία της ψυχής μου.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|