|
| Το όμορφο λιβάδι | | | Μη φοβάστε. Ζω και βασιλεύω... | | Διάλεξα να φύγω γιατί δεν άντεχα τον πόνο της καρδιάς μου.
Να βλέπω όλα μου τα όνειρα να χάνονται μπροστά μου.
Να ξετυλίγεται το νήμα της ζωής μου
Κι εγώ να ελπίζω πως θα ζήσω κι άλλες μέρες.
Κι έτσι έφυγα μονάχος ένα βράδυ,
Στην ξενιτιά μέσα απ’ το κρύο μου δωμάτιο.
Κοιτώντας λίγο δυο παλιές φωτογραφίες
και τα εξώφυλλα βιβλίων σκονισμένων.
Ένα τραγούδι έβαλα μονάχα να ακούσω,
Κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί να γλυκαθώ.
και το ποτήρι σήκωσα μια πρόποση να κάνω,
Στο όνομα του Χάροντα πριν έρθει να με πάρει.
Κι ύστερα πήγα κι άναψα θυμίαμα και καντήλι,
Κι απ’ το Θεό συγχώρεση ζήτησα δακρυσμένος.
Μια εικόνα φίλησα της Παναγίας κι έκανα το σταυρό μου
κι απ’ το παράθυρο ψηλά κοίταξα τους γειτόνους.
Ένα αντίο είπα δειλά με δάκρυα στα μάτια
και πήγα στο κρεβάτι μου μ’ ένα μαχαίρι αγκαλιά.
Το σκέφτηκα δυο τρεις φορές κι ύστερα έκοψα τις φλέβες
απ’ το δεξί το χέρι μου κι ύστερα κι απ’ το άλλο.
Κι άρχισε το αίμα να κυλά λερώνοντας το στρώμα
και οι αισθήσεις μου αλλάξανε κι ένιωθα τόσο ωραία.
Η όραση μου θόλωσε κι έβλεπα ανθρώπους πεθαμένους,
κι έσβηνε σιγά σιγά το φως μες στο δωμάτιο.
Κι εκεί που έσβηνε το φως μια έντονη είδα λάμψη
και μπρος μου εμφανίστηκε ένας Άγγελος θλιμμένος.
Με ρώτησε τι μ’ ώθησε κι έκανα τέτοιο πράγμα,
αλλά εγώ δε μπόρεσα ν’ αρθρώσω ούτε λέξη.
Κι έφυγε έτσι ο Άγγελος και μ’ άφησε μονάχο.
Και ξαφνικά σηκώθηκα κι έβλεπα το κρεβάτι.
Το άψυχο κουφάρι μου με μάτια ανοικτά.
Και το χλωμό μου πρόσωπο γαλήνιο κι ωραίο.
Ύστερα στα δωμάτια γύριζα μοναχός μου
Και το καντήλι έκαιγε και μύριζε θυμίαμα.
Στάθηκα δίπλα στου σαλονιού την ξύλινη την πόρτα,
και κοίταξα απ’ το παράθυρο τη γειτονιά μου λίγο.
Κι εξαίφνης ήρθε κάποιος και μου άπλωσε το χέρι.
Τον κοίταξα έτσι δειλά μα του ‘πιασα το χέρι
Και μακριά απ’ το σπίτι μου με πήγε στα ουράνια.
Κι εκεί ψηλά σταμάτησε και μ’ άφησε μονάχο,
μπροστά σε μια σήραγγα μακριά και σκοτεινή.
Και τότε μου’ πε πήγαινε και έφυγε πετώντας.
Κι έτσι δειλά ξεκίνησα να περπατώ μονάχος
στη σκοτεινή τη σήραγγα γυμνός και φοβισμένος.
Στο δρόμο μου συνάντησα δαιμόνια κι ερινύες
που ερχόταν και με τρόμαζαν μα δεν με ακουμπούσαν.
Κι εγώ συνέχισα μπροστά με περισσή βιασύνη
από τη σήραγγα να βγω το φόβο μου να σβήσω.
Στο βάθος είδα λίγο φως κι έτρεξα να προφτάσω,
κι όλο το φως δυνάμωνε και τα δαιμόνια φεύγαν.
Τότε το σκότος έσβησε απ’ τη σήραγγα σαν βγήκα,
κι είδα να κείτεται μπροστά πελώριο λιβάδι.
Ένα τοπίο πανέμορφο με λίμνες και ποτάμια,
κι έτσι συνέχισα κι εγώ να περπατώ μονάχος
μέχρι που είδα μακριά ανθρώπους να μου γνέφουν.
Κι όσο πλησίαζα σ’ αυτούς γνωστοί φαινόταν όλοι,
και τελικά όταν έφτασα κατάλαβα ποιοι ήταν.
Η αδερφή μου κι ο ανιψιός και δίπλα τους ο Στάθης.
Και οι τρεις όλοι χαρούμενοι που ‘ρθα κι εγώ κοντά τους.
Καθίσαμε όλοι μαζί κάτω από ένα πλατάνι
και ο μικρός μου ο ανηψιός έπαιζε στο ρυάκι.
Πέρναγε η ώρα ευχάριστα και είδα τότε κάτι,
πως ο ήλιος εκεί δεν έδυε και η νύκτα δεν ερχόταν.
Το Στάθη τότε ρώτησα πότε ο ήλιος φεύγει,
κι αυτός γελώντας μου ‘πε πως νύκτα δεν υπάρχει,
και στο λιβάδι αυτό ο ήλιος για πάντα βασιλεύει.
Μου’ πε μετά η αδερφή μου να πάω μία βόλτα,
Να δω κι άλλους γνωστούς που χρόνια πριν εφύγαν.
Κι έτσι συνέχισα κι εγώ να περπατώ μονάχος,
κι εκεί που βάδιζα είδα έκπληκτος τον Κώστα να διαβάζει,
τα ποιήματα που έγραψα ακόμη όταν ζούσα.
Μου ‘πε πως του αρέσανε, τα διάβαζε συνέχεια,
όπως κι εγώ τα ποιήματά του διάβαζα όταν ζούσα.
Πιο κάτω είδα κι άλλους γνωστούς και συγγενείς και φίλους,
κι ύστερα πίσω γύρισα να δω την αδερφή μου
που κυνηγούσε τον μικρό το γιό της στο λιβάδι.
Κι ο Στάθης από μακριά τους έβλεπε γελώντας,
ένα ποτήρι με κρασί στο χέρι του βαστώντας.
Κι έτσι κυλούσε η ζωή στο μακρινό λιβάδι.
Χαρά, γέλια και φως κι ανύπαρκτο σκοτάδι.
Κι όταν ξανάρθω θα σας πω και άλλες ιστορίες.
Να έχετε μόνο κατά νου πως η ζωή ετούτη
δεν έχει αξία αν συγκριθεί με τ’ όμορφο λιβάδι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| | |
|
Κων/νος Ντζ 19-11-2016 @ 21:35 | Πολύ καλό!
::up.:: ::up.:: ::up.:: | | Μαυρομουστάκης 19-11-2016 @ 21:43 | Ενδιαφέρουσα σύλληψη!
Ωραίος αφηγηματικός λόγος!!! | | ΑΜΑΡΥΛΙΣ 19-11-2016 @ 23:54 | Φιλε μου με ενθουσιασες και με συγκινησες παρα πολυ, ηταν σαν καποιος να μπηκε μες στο μυαλο μου και εγραψε οτι σκεφτομαι 4 χρονια τωρα απο τοτε που εχασα τη λατρεμενη μου αδερφη. Εχεις συγκλονιστικη πενα, γραφε καλυτερα αν μπορεις δωδεκα, δωδεκα και μιση το βραδυ η το πρωι, να υπαρχει το περιθωριο να διαβασουν ολοι, εχεις πολλα να δωσεις χιλια μπραβο, Γεωργια. ::love.:: ::love.:: ::love.:: | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|