| Το Κορίτσι της Κυριακής
Τέλη του 1970 και επί σειρά ετών, σχεδόν κάθε Κυριακή, από το πρωί έως αργά το απόγευμα, λες και είχαμε ...άτυπη «συμφωνία», συναντιόμασταν εγώ και η συμφοιτήτριά μου η Λένα, και ο λόγος ήταν να φάμε μαζί, μιας και η φοιτητική λέσχη ήταν κλειστή τις Κυριακές. Κάναμε την βόλτα μας στην Νέα Παραλία πίναμε κανένα καφεδάκι και μετά κινούσαμε κατά τα εστιατόρια της Όλγας. Ύστερα, πιάναμε τα πεζούλια ή τα παγκάκια, και -μέχρι που νύχτωνε- κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις πάνω σε άπειρα ζητήματα...
Ήταν κάτι που ασυνείδητα το επιδιώκαμε, εκμυστηρευόμασταν τους προβληματισμούς μας, αναλύαμε τις κρίσεις μας, εκφράζαμε τις φοβίες μας, αφηγούμασταν τα όνειρά μας, αποθέταμε τα εσώψυχά μας, και –μιας που δεν ήμασταν καθημερινά μαζί- έβλεπε ο ένας τον άλλο σαν ένα μικρό μα έμπιστο εξομολογητή και συμβουλάτορα...
Μετά, απλώνονταν μέσα μας μια απέραντη σιγή, και ήταν η στιγμή που κοιτώντας ο ένας τον άλλο στα μάτια, μέσα από μια εκκωφαντικά γαλήνια σιωπή, διακτινίζαμε μεταξύ μας όλα όσα δεν είχαμε πει...
.......
Εικοσιπέντε χρόνια μετά, στις 24 Ιουνίου του 2002, στον Αη Γιώργη του Πηλίου, έτυχε να βρίσκομαι με οικογενειακή παρέα σε ένα όμορφο ταβερνάκι για δείπνο. εκτός από την δική μου την παρέα ήταν και μια άλλη μεγαλύτερη, που όμως δεν την έβλεπα γιατί καθόμουν με την πλάτη γυρισμένη προς αυτούς. όταν τέλειωσαν και σηκώθηκαν για να φύγουν, διαπίστωσα με έκπληξη πως ένα άτομο της παρέας ήταν και η Λένα ! Ανταλλάξαμε κάποιες εγκάρδιες κουβέντες, μα επειδή ήταν αργά και η παρέα είχε έλθει από γειτονικό χωριό, δεν καθίσαμε να πούμε πολλά.
Το ίδιο βράδυ, έφερα όλες τις φοιτητικές αναμνήσεις με την Λένα, ξαγρύπνησα και έγραψα το παρακάτω ποίημα.
Το 2010, ο συνθέτης Σπύρος Σαμοΐλης που έτυχε να φιλοξενώ σπίτι μου, μαζί με την ταλαντούχα Λένα Κατσιμαντού -Ιωάννου κάθισαν και μελοποίησαν τους στίχους από το «Κορίτσι της Κυριακής» που εξαιρετικά ερμήνευσε η Αγγελική Καββαδία
Το αφιερώνω στην μνήμη της. στα 3 χρόνια από τον θάνατό της...
Το Κορίτσι της Κυριακής
Της μοναξιάς μου ύστατο / χαμένο περιστέρι,
το κάθε μεσημέρι / της κάθε Κυριακής,
στη στοργική φωλιά σου / ερχόσουν να δακρύσεις
να εξομολογηθείς.
Κορίτσι μου της Κυριακής / όπου κι’ αν ταξιδεύεις
νοσταλγικά κι’ αθέλητα / τη μνήμη μου παιδεύεις.
Της Κυριακής τ’ απόβραδο / άπλωνες την καρδιά σου,
στη θολερή ματιά σου / έβλεπα πως πονάς,
τα έρμα όνειρά σου / μου ‘λεγες πως θα σβήσεις
κι έλεγα: Μη μιλάς.
Κορίτσι μου της Κυριακής / ποιος πόνος σε παιδεύει;
στο πρωινό σου ξύπνημα / ποιο χάδι σε πλανεύει;
Στη συντροφιά μου έβλεπες / κάποιον να σε κοιτάζει
για το πικρό μαράζι / δεν έκανα πολλά,
μονάχα, που σαν σ’ άκουγα, / σου στράγγιζα το δάκρυ
και σου ‘ταν αρκετά.
Κορίτσι μου της Κυριακής / πώς τα’ χεις καταφέρει!
Πού ακουμπάς τον πόνο σου, / ποιος να σ’ ακούει ξέρει;
Τα μυστικά μας πίναμε / από κοινό ποτήρι,
δεν σου ‘κανα χατίρι, / ανάγκη είχα κι εγώ,
που μέσα απ’ τον καημό σου / γυρεύοντας τη λήθη
μάθαινα να ξεχνώ.
Κορίτσι μου της Κυριακής / τι σου χει πια ξεμείνει;
στ’ άδειο ποτήρι της σιωπής / ποιος την ψυχή σου πίνει ;;
-,-
{Αι Γιώργης-Πήλιο 24-06-02}
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 10 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|