| Σε λίγο του Σκότους ο Άγγελος θα έρθει.
Στην ύστατη νύκτα το φως που θ’ απέχει.
Φόβους και μνήμες δυσάρεστες φέρνει
Και μι’ άρρωστη ελπίδα στο θάνατο γέρνει.
Με βλέμμα που καίει, τον τρόμο σκορπίζει,
το θάνατο σπέρνει, ψυχές αλωνίζει.
Και ύστερα τα μαύρα φτερά Του υψώνει,
τη σκλάβα ψυχή μου στον ουρανό σηκώνει.
Και κλαίει η μάνα το γιό της σαν χάνει,
στο Χάρο ζητάει μια χάρη να της κάνει.
Κι εκείνος γελώντας τη μάνα θωρούσε,
και η μάνα με βλέμμα θλιμμένο απορούσε.
Γιατί το παιδί μου το διάλεξες Χάρε;
Φέρτον’ μου πίσω και τη ζωή μου πάρε.
Μα ο Χάρος γελούσε, στον ουρανό πετούσε,
το άψυχο σώμα του γιού της κρατούσε.
Και η μάνα με δάκρυα στα δυο της τα μάτια,
μαζεύει θρηνώντας του γιού της τα κομμάτια.
Και ο Χάρος γελούσε, στον ουρανό πετούσε,
και η μάνα πονούσε, το γιό της θρηνούσε.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|