| Ανάστροφα τον άνεμο τον πήρα μες στην ρούγα
κι είδα τον κύκλο του χορού σαν ροδανθό ν' ανοίγει
πέταξα και ας ήτανε, κομμένη η φτερούγα,
μα δεν σε ξαναντάμωσα, γιατί είχες πάλι φύγει.
Στα πέλαγα που σ' έβγαλα, μου λες: «Καραβοκύρη
δική σου πάλι θα γινώ κι ας μ' έπαιξες στα ζάρια»,
μα πειρατές μου στήσανε καρτέρι στο ακρωτήρι,
σε πήραν και σε πούλησαν σε ανατολής παζάρια.
Έπλυνα τ' άγια μας προικιά τη νύχτα με αλισίβα
τα μοναστήρια τα μουντά ν' ανέβω να τ' αλώσω,
ιερωμένος, μοναχός, κι ίσως γκουρού του Σίβα
να 'ρθώ κρυφά κι απόκρυφα να σε ξελευτερώσω.
Σαν ήρθα με αναγνώρισες, και είπες στην φρουρά σου
δείχνοντας με το δάχτυλο: «εχθρός μας, που με αγχώνει»,
τώρα στον Άδη φτάνοντας, θυμάμαι τη χαρά σου,
ζωγραφιστή στα μάτια σου, που έτρεμα στην αγχόνη!!!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|