| Ο νεκροθάφτης
Βράδυ σεληνιασμένο, Αυγουστιάτικο,
εικοσιτεσσάρων φιλιών οι χτύποι,
νανουρίσματα της ακριβής μα νοθευμένης ελπίδας,
που παραστράτησε και σε έφερε εδώ,
ταπεινωμένο και ανήμπορο,
εσύ, ο γητευτής,
να κιαλάρεις το Δράκοντα με μάτι θολό.
Του περυσινού καλοκαιριού οι κόγχες,
μας φίλεψαν κερί και μέλι,
αγαπημένη κόρη της Αθανασίας
ή μήπως κεντρί και ανάθεμα;
Τι να σου λέω κατοπινά, αλάργεψε ο καιρός
και αφάνισε τη ζέση από τα σωθικά της μάνας,
στέρφες αγκαλιές.
Άστρα πύρινα τα μάτια της αλλοπαρμένης,
σκοτίζονται μες την αθέατη πλευρά
του ψυχεδελικού ατοπήματος,
αλλότριων, χαμερπών ανοσιουργημάτων,
που κείτονται ναυαγισμένα στην ξέρα
της άδηλης ακολασίας,
του επαίτη λόγου, του εξομολογητή.
Κακούργα απάρνηση, απάτη φάλτση, σαστισμένη λήθη
που κυοφορείς τα βλοσυρά
και ανώφελα λογύδρια των φαύλων
και το γέλωτα των ερπαιόντων και των σαχλών,
κουτσών βλαστών ανάδυση σε αποξηραμένο πέλμα,
στήμονες, αλαφροΐσκιωτων μνηστήρων.
Δακρυσμένη η ιτιά, θαρρώ πως λάθεψα,
να ταν βελανιδιά για συκαμιά,
ασήμαντο στο επέκεινα,
σαν ανταμώνει ο έρωτας με τη φωνή της άρπας,
σκοτίζονται τα σύννεφα και ανθούνε παρακλάδια,
στα δέντρα τα πολύκαρπα, τα αιωνόβια,
Μάνα… λάθεψα ξανά.
Σαν άλλοτε που ο φλοίσβος, μονολογούσε άσματα
για τους οχτώ ναυαγισμένους λόγους,
που σου ταξε η άμπωτη, για σωτηρία,
και σαν οι κάβουρες μερέψανε και αρχίσαν το χορό,
πάνω στο χρυσαφένιο δαχτύλι σου,
τους έλουσες με δάκρυ τόσο, πνιγήκανε οι έρμοι.
Σπερνά χτυπά το σήμαντρο του περιβολάρη χρόνου,
τώρα, σαν τότε,
στων κολασμένων τα ανάκλιντρα οι φόβοι ανθούνε,
μαρτυρικά δεμένοι με αραχνοΰφαντα,
καθώς σιμώνουν τον ακύμαντο βουβό ωκεανό του τίποτα,
εκεί που έθαψες βρε νεκροθάφτη, τη ζωή σου.
https://13wishmaster13.blogspot.gr/2015/09/blog-post.html
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|