|
| Μπεχράμ Βερεθράγκνα Γιαζάτα | | | μόνο το Θεό μη ξεχάσω την ψυχραιμίαμου μη χάσω
Μεγαλοδύναμε Σάχ Μπεχράμ Βερεθράγκνα Γιαζάτα
τα άλλα όλα βρίσκονται και διορθώνονται χάρη σ’ εσένα
Μεγαλοδύναμε Σάχ Μπεχράμ Βερεθράγκνα Γιαζάτα
απο παντού με στριμώξανε έσκυψα γράφω στο χώμα
Μεγαλοδύναμε Σάχ Μπεχράμ Βερεθράγκνα Γιαζάτα
φτάνει όσο χάρηκαν το παιχνίδιτους άλλο δεν παίζω
Μεγαλοδύναμε Σάχ Μπεχράμ Βερεθράγκνα Γιαζάτα[/align][/B]
Η ιστορία του Βερεθράγκνα Γιαζάτα βρίσκεται σε 3 παραλλαγές, μια σύντομη που βρίσκεται στην προηγούμενη ανάρτηση, μια εκτεταμένη που βρίσκεται από το λινκ στην προηγούμενη ανάρτηση, κ μία μετρίως εκτεταμένη, με λιγότερα υπερφυσικά στοιχεία, που επικολλώ εδώ:
(Mushkil είναι μια περσική λέξη που σημαίνει "δυσκολία, δύσκολη κατάσταση". Η λέξη αυτή πέρασε κ στην Ινδία, καθώς οι ινδικές γλώσσες σήμερα περιέχουν πολλές περσικές λέξεις. Mushkil Gusha στα περσικά ή Mushkil Aasan στη Gujarati γλώσσα της Ινδίας σημαίνει "αυτός που λύνει τα προβλήματα, που σώζει από τα δύσκολα").
Η διήγηση:
Κάποτε, απο εδώ ούτε χίλια μίλια μακριά, φτωχός γέρος ένας ξυλοκόπος ζούσε, χήρος, με τη μικρή κόρητου. Κάθε μέρα πρωί πρωί στα βουνά μέσα πήγαινε, ξύλα έκοβε, σε δεμάτια τα έδενε, στο σπίτιτου τα πήγαινε, έπειτα έτρωγε και στην γειτονική πόλη πήγαινε, τα ξύλα πουλούσε, λίγο ξεκουραζόταν και έπειτα στο σπίτιτου επέστρεφε.
Μιά μέρα στο σπίτιτου αργά ήρθε, τότε η κόρητου του είπε: «πατέρα ξέρεις, ένα καλό φαγητό να είχαμε να τρώγαμε, πιό καλά, πιό πολλά και διάφορα φαγητά να είχαμε να τρώγαμε, πολλές φορές έχω επιθυμήσει…».
Ο ηλικιωμένος ξυλοκόπος απάντησε: "καλά, παιδίμου, αύριο λοιπόν θα σηκωθώ πολύ νωρίτερα απο ό,τι συνήθως. Στα βουνά μέσα πιό μέσα θα πάω, όπου περισσότερα ξύλα έχει, απο ό,τι συνήθως πολύ περισσότερα ξύλα θα φέρω. Πιό νωρίς θα τα δεματιάσω, στο σπίτι πιό νωρίς θα έρθω, στην πόλη θα πάω θα τα πουλήσω, έτσι περισσότερα χρήματα θα αποκτήσω και να φάς πολλά ωραιότατα εδέσματα θα φέρω". Όντως, το επόμενο πρωινό ο ξυλοκόπος πρίν απο την ανατολή σηκώθηκε, στα βουνά πήγε, σκληρά εργάσθηκε, ξύλα έκοψε, τα περιποιήθηκε, τεράστιο ένα δεμάτι τα έφτιαξε, το οποίο στην πλάτητου κουβαλώντας στο σπίτιτου έφερε.
Στο σπίτι όταν ήρθε, ακόμη νωρίς ήταν, ακόμη πρωί. Των ξύλων το φορτίο κάτω άφησε, την πόρτα χτύπησε, λέγοντας: «κόρημου, κόρημου, έλα, την πόρτα άνοιξε, πολύ πεινάω και διψάω, στην αγορά για να πάω να φάω πρέπει».
Όσο κι άν χτύπησε, όμως, η πόρτα κλειδωμένη έμενε. Ο ξυλοκόπος τόσο κουρασμένος που ήταν, καταγής ξάπλωσε, σε λίγο αποκοιμήθηκε, στο δεμάτι δίπλα. Το κορίτσι, την περασμένη νύχτα τί είχαν συζητήσει είχε ξεχάσει, βαθιά κοιμόταν. Στην πόρτα το χτύπημα δέν άκουγε. Ο πατέρας αργότερα ξύπνησε, τότε ο ήλιος ψηλά ήταν, καταμεσήμερο. Ο ξυλοκόπος την πόρτα ξανά και ξανά χτύπησε, λέγοντας: «κόρημου, κόρημου, γρήγορα, έλα, άνοιξε. Κάτι να φάω πρέπει και στην αγορά να πάω, τα ξύλα να πουλήσω. Ήδη πολύ πιό αργά είναι απο ό,τι συνήθως για την πόλη ξεκινάω».
Αλλα τότε το κορίτσι στο σπίτι μέσα δέν ήταν. Της προηγούμενης νύχτας τη συζήτηση έχοντας ξεχάσει, και ενώ ο πατέρας στο σπίτι απο πίσω στα ξύλατου δίπλα κοιμόταν, το κορίτσι είχε σηκωθεί, το σπίτι είχε συγυρίσει, και έξω είχε βγεί, την πόρτα κλειδώνοντας. Υπέθετε οτι ο πατέραςτης στην πόλη είχε πάει και νόμιζε οτι ακόμη στην πόλη ήταν.
Τώρα ο ξυλοκόπος σκέφθηκε: «τώρα πιά στην πόλη για να πάω αργά είναι. Λοιπόν τί να κάνω; Ξανά στα βουνά ας πάω, ακόμη ένα δεμάτι ξύλα να κόψω, στο σπίτι να φέρω, και αύριο στην αγορά δύο δεμάτια θα πάω».
Έτσι, την υπόλοιπη ημέρα ο ηλικιωμένος ξυλοκόπος στα βουνά μέσα κοπιαζε, ξύλα κόβοντας, τα κομμένα κλαδιά περιποιούμενος, ακόμη ένα μεγάλο δεμάτι έφτιαξε, το οποίο στον ώμο κουβαλώντας στο σπίτιτου όταν έφτασε, ήδη βράδυ ήταν.
Το φορτίο στο σπίτι απο πίσω απίθωσε, την πόρτα χτύπησε και είπε «κόρημου, κόρημου, έλα, την πόρτα άνοιξε, είμαι τόσο κουρασμένος, όλη την ημέρα τίποτε δέν έφαγα. Έφερα και ένα δεύτερο δεμάτι ξύλα, αύριο στην αγορά δύο δεμάτια θα πουλήσω. Αυτήν τη νύχτα καλά να κοιμηθώ πρέπει, αύριο δύναμη για να έχω».
Απάντηση καμιά! Το κορίτσι, στο μεταξύ στο σπίτι είχε επιστρέψει, πολύ νύσταξε, μαγείρεψε, έφαγε, και στο κρεβάτι ξάπλωσε, αποκοιμήθηκε, βαθιά κοιμόταν. Ανησυχούσε που ο πατέραςτης δέν ήρθε, αλλα συμπέραινε οτι εκείνη τη νύχτα στην πόλη να την περάσει είχε αποφασίσει.
Πάλι ο ξυλοκόπος βρίσκοντας οτι στο σπίτιτου να μπεί δέν μπορεί, κουρασμένος, ολονήστικος, διψασμένος, στων ξύλων τα δύο δεμάτια δίπλα κάτω ξάπλωσε, αποκοιμήθηκε. Ξυπνητός να μείνει δέν άντεχε, παρόλο που για την κόρητου ανησυχούσε, τί να της συνέβη.
Τώρα, ο ξυλοκόπος, επειδή τόσο πολύ κρύωνε και πεινούσε και τόσο κουρασμένος, ταλαιπωρημένος ήταν, γρήγορα ξύπνησε, στη νύχτα μέσα.
Ανακάθισε, γύρω κοίταξε, τίποτε δέν έβλεπε. Τότε κάτι παράξενο συνέβη: μιά φωνή πως άκουσε του φάνηκε, η οποία φωνή έλεγε: «γρήγορα, βιάσου! τα ξύλασου άφησε, κατα ’δώ έλα βάδισε. Ανάγκη άν έχεις (και ξέρω οτι όντως ανάγκη έχεις), υπέροχη τροφή θα βρείς».
Ο ξυλοκόπος σηκώθηκε, άρχισε και βάδιζε στην κατεύθυνση της φωνής που άκουσε. Βάδιζε και βάδιζε, αλλα τίποτε δέν βρήκε.
Τώρα ακόμη περισσότερο κρύωνε και πεινούσε, και η κόπωσήτου ακόμα μεγαλύτερη, και επιπλέον χάθηκε, στη νύχτα μέσα πού βρίσκεται δέν ήξερε. Μιά ελπίδα του είχε γεννηθεί, κι αυτή πιά μάταια φάνηκε. Λύπη τον έπιασε, να κλαίει ήθελε. Μα καταλάβαινε οτι όσο και να κλάψει, αυτό δέν θα τον βοηθούσε. Απο την κόπωση κατέρρευσε, κάτω ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε.
Γρήγορα ξαναξύπνησε. Με τόσο κρύο και τόση πείνα να κοιμηθεί δέν μπορούσε. Έπιασε και στον εαυτότου διηγόταν όλα όσα τράβηξε απο την ώρα που η κόρητου του είχε πεί οτι επιθυμούσε αλλιώτικο, καλύτερο φαγητό.
Τη διήγησήτου σάν τέλειωσε, και πάλι μιά φωνή οτι άκουσε του φάνηκε, προτού η αυγή να χαράξει, απο κάπου ψηλά μιά φωνή που του είπε: «γέροντα, εκεί τί κάθεσαι και κάνεις;»
«Την ιστορίαμου στον εαυτόμου διηγούμαι», ο ξυλοκόπος απάντησε.
«Η ιστορίασου ποιά είναι;» η φωνή ξαναρώτησε.
Ο ξυλοκόπος την ιστορίατου ξανά διηγήθηκε. «Πολύ ωραία», η φωνή αποκρίθηκε. Έπειτα η φωνή στον γέροντα ξυλοκόπο: τα μάτιατου να κλείσει και με κλειστά μάτια σε ένα μπροστάτου σκαλοπάτι να ανέβει του είπε. «Μα κανένα σκαλοπάτι δέν βλέπω», ο γέροντας απάντησε. – «Δέν πειράζει, ό,τι σου λέω κάνε», η φωνή είπε.
Ο γέροντας, ό,τι του ειπώθηκε, αυτό και έκανε. Τα μάτιατου έκλεισε, όρθιος στάθηκε, το δεξί πόδι σήκωσε και απο το πόδιτου κάτω ένα σκαλοπάτι οτι βρήκε αισθάνθηκε. Έτσι συνέχισε, με κλειστά μάτια, και ένα ένα σκαλοπάτι μιά σκάλα, που δέν την έβλεπε, ανέβηκε. Στης σκάλας την κορυφή όταν έφτασε, η σκάλα να κινείται άρχισε, πολύ γρήγορα κινούνταν, και η φωνή του είπε: «τα μάτιασου μήν ανοίξεις μέχρι να σου πώ».
Ελάχιστη ώρα αργότερα, η φωνή στον γέροντα τα μάτιατου να ανοίξει είπε. Τα άνοιξε και τότε είδε οτι βρισκόταν σε έναν τόπο μου με έρημο έμοιοαζε, απο ψηλά δυνατός ήλιος με τις ακτίνεςτου χτυπούσε (ενώ στη γή ακόμα δέν είχε φέξει). Σε εκείνον τον έρημο τόπο παντού γύρω σωροί σωροί απο βοτσαλάκια, με όλα τα χρώματα βοτσαλάκια, κόκκινα, πράσινα, μπλέ, άσπρα. Και ο άνθρωπος εκεί μόνο αυτός ήταν. Γύρω κοίταζε, κανένας άνθρωπος, κανένα ζωντανό πλάσμα δέν φαινόταν, μόνο ο δυνατός ήλιος και τα ξερά βοτσαλάκια. Τότε η φωνή του ξαναμίλησε:
«Απο αυτά τα πετραδάκια όσο μπορείς περισσότερα πάρε, έπειτα τα μάτιασου κλείσε και τα σκαλοπάτια κατέβα».
Ο ξυλοκόπος, όπως η φωνή του είπε, έτσι και έκανε, και όταν η φωνή ξανά του είπε και τα μάτιατου άνοιξε, στου σπιτιούτου την πόρτα μπροστά βρέθηκε.
Την πόρτα χτύπησε, τώρα η κόρητου άκουσε και άνοιξε. Πού ήταν τον ρώτησε, αυτός της εξήγησε, αλλα εκείνη δέν κατάλαβε, καθώς το πράγμα τόσο παράξενο ήταν.
Στο σπίτι μέσα μπήκαν, ο ξυλοκόπος και η κόρητου, το κορίτσι και ο πατέρας μοιράστηκαν την τελευταία τροφή που τους είχε μείνει, που ήταν μιά χούφτα ξεροί χουρμάδες· τους οποίους αφού έφαγαν, ο γέροντας και πάλι μιά φωνή να του μιλάει αισθάνθηκε, μιά φωνή ολόιδια με εκείνη που στα σκαλοπάτια να ανέβει του είχε πεί.
Τώρα η φωνή είπε: «ακόμη δέν ξέρεις οτι ο Mushkil Gusha σε έσωσε. Ο Mushkil Gusha πάντοτε παρών οτι είναι να θυμάσαι. Να προσέχεις, κάθε Πέμπτη βράδυ, και απο τη νέα σελήνη μετρώντας κάθε εικοστή μέρα, χουρμάδες ή άλλα τρόφιμα έχοντας του Mushkil Gusha την ιστορία να διηγείσαι και έπειτα τους χουρμάδες ή τα άλλα να τρώς ή σε άλλον άνθρωπο να δίνεις, ή κάτι να δίνεις σε κάποιον άνθρωπο που θα βοηθήσει κάποιον άνθρωπο που χρειάζεται. Και ακόμα, του Mushkil Gusha η ιστορία ποτέ, ποτέ να μήν ξεχασθεί να φροντίζεις. Έτσι άν κάνεις και όποτε κάνεις, κάθε άνθρωπος που πραγματικά χρειάζεται, στη δύσκολη θέση λύση θα βρίσκει».
(Εδώ να εξηγήσουμε οτι ο Mushkil Gusha της πανάρχαιας περσικής μονοθεϊστικής θρησκείας μέγας αρχάγγελος είναι. Στα αρχαία περσικά Verethragna «των εχθρών καταστροφέας» ονομαζόμενος· αυτό αργότερα Warharan έγινε, και στα σημερινά περσικά «Behram». Στην Ινδία Mushkil Aasan τον ονομάζουν, που σημαίνει «αυτός που τα προβλήματα λύνει»· το ίδιο στα Περσικά «Mushkil Gusha» λέγεται. Οι Μουσουλμάνοι τον Mushkil Gusha τιμούν και την ιστορίατου διηγούνται· άλλοι Μουσουλμάνοι λένε οτι είναι ο Αλι, ξάδερφος και διάδοχος του Μωάμεθ, άλλοι οτι είναι ο προφήτης Χιδρ (τουρκικά Hizir), και άλλοι απλώς λένε οτι είναι ο Θεός. Κατα τους Χριστιανούς, ο Mushkil Gusha είναι ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο αρχιστράτηγος στην υπηρεσία του Θεού).
Τις πετρούλες που απο τον έρημο τόπο έφερε, ο ξυλοκόπος στου σπιτιούτου σε μιά γωνιά τις άφησε. Με κοινά πετραδάκια έμοιαζαν, ο ξυλοκόπος τί να τα κάνει δέν ήξερε.
Η ημέρα σάν ήρθε, τα δύο τεράστια δεμάτια ξύλα στην αγορά τα πήγε, για πολλά χρήματα τα πούλησε. Όταν στο σπίτι επέστρεψε, στην κόρητου πολλών ειδών υπέροχα εδέσματα έφερε, που εκείνη ποτέ πρωτύτερα δέν είχε δοκιμάσει. Προτού να τα φάνε, ο γέρο-ξυλοκόπος είπε: «τώρα του Mushkil Gusha την ιστορία θα σου διηγηθώ. Ο Mushkil Gusha αρχάγγελος κάθε δυστυχία αφαιρεί, κάθε δυσκολία αναιρεί. Η δυστυχίαμας αφαιρέθηκε μέσω του Mushkil Gusha, αυτό πάντοτε να το θυμάσαι».
Έπειτα, για περίπου μία εβδομάδα, ο γέρο-ξυλοκόπος όπως συνήθως ζούσε και εργαζόταν. Καθημερινά στα βουνά πήγαινε, ξύλα έφερνε, έτρωγε, τα ξύλα στην αγορά πήγαινε και τα πουλούσε· αγοραστές πάντοτε εύκολα εύρισκε.
Απο τη νέα σελήνη εικοστή μέρα ήρθε, και της εβδομάδας Πέμπτη ημέρα ήρθε, και όπως στους ανθρώπους συχνά συμβαίνει, ο ξυλοκόπος του Mushkil Gusha την ιστορία να διηγηθεί ξέχασε.
Εκείνο το βράδυ αργά, στου ξυλοκόπου των γειτόνων το σπίτι η φωτιά έσβησε. Οι γείτονες την φωτιά με τί να ξαναανάψουν δέν είχαν, στου ξυλοκόπου το σπίτι απ’ έξω πήγαν και του φωνάζουν: «γείτονα, έ, γείτονα, απο τις υπέροχες λάμπες που απο το παράθυρόσου φέγγουν, λίγη φωτιά θα μας δώσεις;».
«Τί λάμπες;» ο ξυλοκόπος απάντησε.
«Έξω έλα», οι γείτονες του λένε, «και θα δείς».
Ο ξυλοκόπος έξω βγαίνει, στο παράθυρότου απο μέσα λαμπρό φώς να λάμπει είδε.
Ξανά στο σπίτι μπαίνει, και είδε οτι το φώς έβγαινε απο εκείνο το σωρό τα πετραδάκια που σε μιά γωνία είχε αφήσει. Αλλα εκεινού του φωτός οι ακτίνες ζεστές δέν ήταν, με αυτό το φώς φωτιά να ανάψει δέν μπορούσε. Ξαναβγαίνει, στους γείτονες λέει: «γείτονες, συγνώμη, φωτιά δέν έχω». Και την πόρτα τους έκλεισε. Οι γείτονες θύμωσαν και, άλλος γκρινιάζοντας, άλλος βρίζοντας, στο σπίτιτους γύρισαν. Νόμισαν οτι φωτιά είχε και να τους δώσει δέν ήθελε.
Ο ξυλοκόπος και η κόρητου τα λαμπρά φωτοβόλα πετράδια με ό,τι πανιά είχαν μάνι μάνι τα σκέπασαν, τον νεοαποκτημένο θησαυρό κανείς για να μή δεί. Το επόμενο πρωί τα πετραδάκια ξεσκέπασαν, πολυτιμότατα λαμπερά πετράδια οτι ήταν είδαν.
Τα πετράδια παίρνουν, στις γειτονικές πόλεις πηγαίνουν, εκεί για πάρα πολλά χρήματα τα πούλησαν. Έπειτα, ο ξυλοκόπος για τον εαυτότου και για την κόρητου θαυμάσιο ένα μέγαρο να χτίσει αποφάσισε. Για θέση, απο της χώρας του βασιλέα το παλάτι απέναντι διάλεξε. Εκεί, πολύ γρήγορα, το υπέροχο μέγαρο κτίσθηκε, ολοκληρώθηκε.
Ο βασιλιάς όμορφη μιά κόρη είχε, η οποία ένα πρωί σηκώθηκε και απο του πατέρατης του βασιλιά το παλάτι απέναντι παραμυθένιο ένα κάστρο είδε, εξεπλάγη. Τους υπηρέτεςτης ρώτησε: «αυτό το κάστρο ποιός έχτισε; Στο παλάτιμας τόσο κοντά τέτοιο μέγαρο με ποιό δικαίωμα έχτισε;»
Οι υπηρέτες πήγαν ρώτησαν πληροφορήθηκαν και επέστρεψαν, στην πριγκήπισσα την ιστορία είπαν, όσο να μάθουν μπόρεσαν.
Η πριγκήπισσα του ξυλοκόπου την κόρη στο παλάτι προσκάλεσε για να την μαλώσει, επειδή με εκείνην και τον πατέρατης θύμωσε, αλλα όταν εκείνη στο παλάτι ήρθε, ταπεινότητα έδειξε, τα δύο κορίτσια κουβέντα έπιασαν, και γρήγορα πολύ στενές φίλες έγιναν. Κάθε μέρα συναντιόνταν και μαζί πήγαιναν έπαιζαν και κολυμπούσαν σε ένα ποτάμι, στου οποίου την όχθη ο βασιλιάς για την πριγκήπισσα ειδικό χώρο είχε διαμορφώσει.
Αρκετές μέρες αργότερα, η πριγκήπισσα το όμορφο πολύτιμο περιδέραιότης έβγαλε, στο ποτάμι δίπλα σε ενός δέντρου ένα κλαδί το κρέμασε, έπειτα κολύμπησε. Απο το νερό αφού βγήκε, το ξέχασε, στο σπίτι όταν ήρθε σκέφτηκε οτι το έχασε.
Τότε σκέφθηκε: «πώς το έχασα; του ξυλοκόπου η κόρη το έκλεψε». Έτσι στον πατέρατης τον βασιλέα είπε και αυτός τον ξυλοκόπο συνέλαβε, το μέγαρότου κατέσχε, και όλα τα περιουσιακάτου στοιχεία κατέσχε. Τον γέροντα ξυλοκόπο στη φυλακή έριξε, του ξυλοκόπου την κόρη σε ένα ορφανοτροφείο έκλεισε.
Σε εκείνη τη χώρα έθιμο υπήρχε, τους κατάδικους σε δημόσια θέα να βγάζουν για δημόσιο προπηλακισμό και παραδειγματισμό. Με αυτό το έθιμο σύμφωνα, τον ξυλοκόπο απο τη φυλακή αλυσοδεμένο στη δημόσια πλατεία έφεραν, όπου σε πάσσαλο αλυσοδεμένο τον είχαν, με πινακίδα απο το λαιμότου κρεμασμένη, η οποία πινακίδα έγραφε: «απο βασιλείς όποιος κλέβει, τέτοια παθαίνει».
Κόσμος γύρω μαζευόταν, τον λοιδορούσαν, τον χλεύαζαν, κάποιοι και λάσπη ή χαλίκια του έριχναν, ο καταδικασμένος πολύ υπέφερε. Και τις νύχτες να περνάει εκεί στο ύπαιθρο, στην πλατεία τον άφηναν.
Ημέρες πέρασαν, και γρήγορα ο κόσμος τον γέρο στον πάσσαλο αλυσοδεμένο να βλέπει συνήθισε, πιά ελάχιστα τον πρόσεχαν. Κάποτε κάποιοι και κομματάκια τροφή του έδιναν.
Μιά μέρα, απόγευμα, τυχαία άκουσε κάποιους να λένε: «σήμερα τί μέρα είναι;» - «ά, Πέμπτη είναι». Τότε ξαφνικά θυμήθηκε: «κάθε Πέμπτη βράδυ έπρεπε να δοξάζω τον Mushkil Gusha που κάθε δυστυχία αφαιρεί, κάθε πρόβλημα λύνει· και εγώ τόσο πολλές μέρες να τον μνημονεύσω ξέχασα, του Mushkil Gusha την ιστορία να διηγηθώ ξέχασα». Αυτή η σκέψη στο νούτου μόλις ήρθε, τότε ένας καλός άνθρωπος, περαστικός, ένα μικρό νόμισμα του έριξε. Τότε ο ξυλοκόπος φωνάζει: «γενναιόδωρε φίλε, το χρήμα δέν μου χρησιμεύει. Όμως κάνα δυό χουρμάδες να φέρεις την καλοσύνη άν έχεις, εσύ κι εγώ μαζί για να τους φάμε, παντοτινά θα σε ευγνωμονώ».
Ο άνθρωπος πήγε, μερικούς χουρμάδες έφερε. Ο ξυλοκόπος του Mushkil Gusha την ιστορία διηγήθηκε, και έπειτα οι δύο μαζί τους χουρμάδες έφαγαν. Έπειτα εκείνος ο καλός άνθρωπος «παλαβός είσαι» λέγοντας έφυγε, στο σπίτιτου ήρθε. Όντως καλός άνθρωπος ήταν, και στη ζωήτου μεγάλες δυστυχίες είχε, πολλές δυσκολίες αντιμετώπιζε. Ωστόσο, στο σπίτιτου όταν έφτασε, βρήκε οτι όλα τα προβλήματατου άρχισαν να λύνονται, και πολύ γρήγορα όλες οι δυστυχίεςτου χάθηκαν. Απο τότε ολόψυχα πάντοτε δόξαζε τον μέγα Αρχάγγελο Mushkil Gusha.
Το επόμενο πρωί, η πριγκήπισσα στον ποταμό, στον τόπο για κολύμπι, ξανά πήγε. Στο νερό καθώς θα έμπαινε, το χαμένοτης περιδέραιο στο νερό είδε. Απο το νερό για να το βγάλει να βουτήξει έκανε, τότε έτυχε και φτερνίστηκε. Να φτερνιστεί καθώς έκανε, το κεφάλιτης ψηλά σήκωσε, και τότε απο ένα κλαδί κρεμάμενο το περιδέραιότης είδε. Στο νερό που είχε δεί εκείνο μόνο το καθρέφτισμάτου ήταν. Το περιδέραιο παίρνει και τρέχει, στον πατέρατης τον βασιλιά πηγαίνει και τί είχε συμβεί του διηγήθηκε: «το περιδέραιο σε ένα κλαδί το είχα κρεμάσει και το είχα ξεχάσει, τώρα εκεί που το είχα αφήσει το βρήκα, δέν μου το έκλεψαν, του ξυλοκόπου η κόρη αθώα είναι, και ο πατέραςτης σε τίποτε δέν έφταιξε».
Ο βασιλιάς διέταξε και τον ξυλοκόπο ελευθέρωσαν, δημόσια συγνώμη ζήτησε. Το κορίτσι απο το ορφανοτροφείο έφεραν, και έπειτα όλοι καλά έζησαν.
Αυτά απο του Mushkil Gusha την ιστορία μόνο κάποια περιστατικά είναι. Η ιστορία πολύ μακριά είναι, με όλες τις λεπτομέρειες ολόκληρη να την πεί κανείς δέν μπορεί. Άλλωστε, του Mushkil Gusha η ιστορίες πολλές μορφές έχουν, και κάποιες ούτε κάν ονομάζονται «του Mushkil Gusha ιστορία», και έτσι ο κόσμος δέν τις αναγνωρίζει. Και όμως, αυτήν την ιστορία που διηγηθήκαμε, με οποιαδήποτε μορφή κι άν κάποιος την θυμάται, οποιαδήποτε μέρα είτε νύχτα, σε οποιονδήποτε τόπο, εξ αιτίας του Mushkil Gusha είναι (την ιστορία να λέμε και να θυμόμαστε ο Mushkil Gusha μας κάνει). Και καθώς απο τα αρχαία χρόνια του Mushkil Gusha μεγάλου αρχαγγέλου η ιστορία λέγεται, έτσι και πάντοτε να εξιστορείται θα συνεχίσει.
Εσύ κάθε της εβδομάδας Πέμπτη βράδυ και κάθε του φεγγαριού εικοστή μέρα (απο τη νέα σελήνη μετρώντας), την ιστορία θα διηγείσαι; Τον Mushkil Gusha μέγα αρχάγγελο θα τιμάς;
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| το καλό, απο ΌΠΟΥ κι άν προέρχεται, είναι καλό· το κακό, απο ΌΠΟΥ κι άν προέρχεται, είναι κακό. | | |
|
adespotoi 10-02-2017 @ 21:29 | η μητέρα μου έλεγε όποιο Θεό να πιστεύουμε οι ανθρώποι καλό είναι.
::theos.:: ::angel.:: ::theos.:: | | anuya 04-03-2017 @ 10:47 | Αυτό που λές προϋποθέτει ότι υπάρχουν περισσότεροι από έναν Θεοί, όπερ άτοπον.
Δεύτερον, το να πιστεύεις χωρίς στοιχεία, κάποτε θα σε εγκαταλείψει (καθώς θα απογοητευθείς), ή θα σε οδηγήσει στον τυφλό φανατισμό.
Τρίτον, πολλοί συγχέουν την έννοια των ανωτέρων δυνάμεων, αγγέλων δηλαδή, με την έννοια του ενός Θεού. Και έτσι λένε "είτε αυτόν λατρέψω είτε τον άλλο, μέσα είμαι". Την έχω πάθει κ εγώ έτσι κάποιες φορές, και το μετάνιωσα οικτρά. Χωρίς να το καταλάβουμε, πέφτουμε στην κτισματολατρεία.
Ο Μεγαλοδύναμος Σάχ Μπεχράμ Βερεθράγκνα Γιαζάτα, δεν είναι Θεός, και δεν λατρεύεται, αλλα τιμάται. Είναι σαν να παινεύουμε ένα νύχι του λιονταριού καθώς δεν τολμούμε να κοιτάξουμε το λιοντάρι. Συνειδητοποιούμε όμως ότι το νύχι είναι μόνο ένα μικρό κομματάκι του λιονταριού. Καθώς άλλοι τρόποι λατρείας είναι δύσκολοι, είναι πολύ καλός τρόπος να λατρεύεις με το να λές ή να ακούς μια ιστοριούλα, είναι τόσο εύκολο κ ευχάριστο, κ όμως φέρνει χειροπιαστά αποτελέσματα. Ούτε η ιστοριούλα είναι Θεός, ούτε ο αρχάγγελος της ιστορίας είναι Θεός. Είναι όπως πληκτρολογούμε μια διεύθυνση κ συνδεόμαστε αμέσως με έναν ιστότοπο. Ανάλογα, η διήγηση του αρχαγγέλου είναι ένα τόσο εύκολο μέσο για να συνδεόμαστε με τον μοναδικό και παντοδύναμο Θεό. | | inokrini 18-09-2017 @ 12:41 | πολυ ωραια η ιστορια σου με διδαγματα.ο νοων νοητω.σευχαριστω ::love.:: ::love.:: | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|