| Κομματιασμένος χρειάστηκα λίγο χρόνο
να διανύσω την απόσταση από την χαρά
στην απόλυτη διαύγεια της θλίψης
και πάλι πίσω.
Την στιγμή εκείνη
όπου η φύση ασάλευτη
παρατηρούσε την γενοκτονία της ώρας
ένιωσα σαν παρθένο χώμα
που βρέχεται για πρώτη φορά
απ' το σάλιο διψασμένου ερημίτη.
Την στιγμή εκείνη
το αυλάκι της ήβης της
το σώμα της Γης που ευφραίνετο
από το αίμα των νεκρών της
μου θύμισε, όλα όσα φοβόμουν να θυμηθώ.
Την κραυγή ενός τρομαγμένου απ' τον αέρα, άντρα,
τις σφιγμένες γροθιές θυμωμένων ανθρώπων
να πλανιούνται στον αέρα των δρόμων,
τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς, που ποτέ δεν αρνήθηκα
μα πάντα απωθούσα ή ήθελα να απωθήσω.
Την στιγμή εκείνη
ο κόσμος στα χέρια μου
έμοιαζε με θολό μαργαριτάρι
που μόλις είχε βγει από το κέλυφος του
μα που δεν θύμιζε σε τίποτα
την ομορφιά που είχε πάνω στο λαιμό της.
Την στιγμή εκείνη
φοβάμαι πως ήμουν ερωτευμένος
αν και ήμουν τυφλός εκ γενετής
και κουφός απ' τα πέντε
στα δέκα χωρίς αφή
στα δεκαπέντε η όσφρηση μου χάθηκε
και η αλμύρα στα είκοσι δεν είχε πια γεύση.
Τότε, ένιωσα...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|