| Ταξιδεύω με τις λέξεις την αλήθεια μου βρω
άλλο ένα παραμύθι έχω απόψε να σας πω
θυμάμαι το 'χα υποσχεθεί να γράψω για θηρία
και όντως έτσι ξεκινά αυτή η ιστορία.
Ανάμεσα στις εύφορες, κοιλάδες στην Ασία
στέκει ακόμα ένας βωμός -ιστορικά στοιχεία-
σε μία πόλη στη Παντζάμπ, στη βόρεια Ινδία,
σύνορα με το Πακιστάν τότε, -παλιά- Περσία.
Την εποχή που έγινε, μάχη στο Μαραθώνα
το πεντακόσια προ Χριστού -πριν το χρυσό αιώνα-
Οι Πέρσες θυσιάζανε μια κόρη ηγεμόνα
τη δένανε σ' ένα βωμό, να βγάλει το χειμώνα.
Φταίει ο Άνγκρα Μαϊνιού, θεός της αταξίας
-αναφορά σ' ονόματα της Περσικής θρησκείας-
Αυτός στο κόσμο έφερε, το Ντρουζ -ένα θηρίο-
δυο μέτρα ήτανε ψηλό, και ζούσε μες στο κρύο.
Άσχημος και τρομακτικός είχε κεφάλι σκύλου
και μάτια κατακόκκινα σαν ποίηση του Αισχύλου.
Φωνή τραχιά και βάρβαρη, κραυγές μόνο να βγάζει
στο άκουσμα του ονόματος, κάθε θνητός τρομάζει.
Ακόμα ήταν δυνατός, σαν άγριο λιοντάρι
αν ήθελε, δε σ' έσωζε, μήτε θεού... η χάρη
Πριν χρόνια που κατέβαινε, -απ το βουνό- στη πόλη
γενναίοι τον πολέμησαν... κι έχουν πεθάνει όλοι
Κανένας Ήρωας σωστός, να σφάξει το θηρίο
τα όπλα των πολεμιστών, τα έσπαγε στα δύο
έτσι οι σοφοί αποφάσισαν, για να τους δώσει χάρη
μια κόρη να αφήνουνε, θυσία, να την πάρει.
Για χρόνια αυτό το σχέδιο, κάνανε κι είχε πιάσει
ποτέ ξανά στην πόλη τους, ο Ντρουζ δεν είχε φτάσει.
Σαράντα χρόνια δένανε τις κόρες ηγεμόνα,
σ' ένα βωμό μονάχες τους, να βγάλουν το χειμώνα.
Ως που μια μέρα, μια στιγμή, ο Ήρωας ε-βρεθεί
και είπε πως τελείωσε, πια η στιγμή έχει έρθει!
Του δώσανε ένα σπαθί, από ατόφιο ατσάλι
μέχρι και δράκου -του 'πανε- πως κόβει το κεφάλι
Τον αρμάτωσανε καλά, του βαλαν πανοπλία
και κίνησε μ' αποστολή, να σφάξει τα θηρία.
Αυτός ψηλός αρρενωπός, γεμάτος με καμάρι
όμορφος μα και δυνατός, λεβέντης, παλικάρι.
Δύο βδομάδες πήγαινε, καβάλα σ' ένα άτι
ως που την είδε -την σπηλιά- βρήκε το μονοπάτι.
Ανέβηκε σιγά - σιγά - έκανε ησυχία -
τον τρόπο ήξερε καλά, πως σφάζουν τα θηρία
Στην είσοδο απ την σπηλιά είδε δύο κολώνες
και υστέρα κάτι δαυλούς, που φώτιζαν εικόνες
στάθηκε, καλοκοίταξε, τη μία για να μάθει
τι είδους τέρας ήτανε, για μην κάνει λάθη.
Είδε μια κόρη όμορφή, να ναι γονατισμένη
και να κρατά στα χέρια της μεγάλη ανθοδέσμη,
μπροστά το τέρας, το θεριό, ένα κρασί να πίνει
ο ήρωας ταράχτηκε, ένιωσε την ευθύνη.
Έβγαλε έξω το σπαθί, προχώρησε ευθεία
και χτύπαγε δυναμικά, την άσπρη πανοπλία.
Μέσα σε λίγα βήματα, είδε μία γυναίκα
να πλένει ρούχα γελαστή, πιο πίσω άλλες δέκα.
Είδε και σπίτια, και αυλές, μες στη σπηλιά χτισμένα
με πέτρες από το βουνό, να είναι σμιλεμένα
πήγε κοντά, τις κοίταξε, γεμάτος με καμάρι
και φώναξε δυναμικά πως ήρθε να τις πάρει.
Η μια -αυτή που έπλενε- κοίταγε μ' απορία
και του 'πε πως δεν φεύγουνε από την ουτοπία
Του είπε πως το "τέρας τους" κακό δεν έχει κάνει
της βοηθάει στις δουλειές κι όλο τις καλοπιάνει.
Βρήκε και άντρες ικανούς, -που αφήνουν για θυσία-
και κάνουν οικογένειες, ζούνε την ευτυχία
ο Ντρουζ δεν είναι βασιλιάς -για αυτές- είναι πατέρας
το λάθος κάναν οι σοφοί! Ο Ντρουζ δεν ήταν Τέρας!
Ο Ήρωας το σκέφτηκε και ρώτησε ξανά:
-Κι όλοι αυτοί που πέθαναν στα γύρω τα χωριά?
-Αυτοί έβγαλαν το σπαθί, για να τον εξοντώσουν
αυτός απλά αμύνθηκε για να μην τον σκοτώσουν.
-Δε μ' ενδιαφέρει τι μου λες, εγώ θα τον σκοτώσω
θα πάρω το κεφάλι του, στο βασιλιά να δώσω
Εγώ είμαι ένας Ήρωας -φωνή μ' αλαζονεία-
γυρίζει πλάτη περπατά, φωνάζει με μανία.
Που είσαι Ντρουζ, σε προκαλώ, έλα στο θάνατό σου!
Είμαι ο Ήρως του χωριού, -σφαγέας- ο δικός σου!
Εκεί! Στο βάθος δεξιά, βγαίνει ο Ντρουζ σκυμμένος
με μια μαγκούρα να κρατά... πια είναι γερασμένος
Ο Ήρωας τον ε-κοιτά, υψώνει στο σπαθί του
και τρέχει καταπάνω του, μ' όλη την δύναμή του.
Μία κραυγή ακουστικέ, απόηχος θανάτου
και ύστερα με σπαραγμούς να λένε τ' όνομά του.
"Ο Ήρωας μας" τον κοιτά, παίρνει το "έπαθλό του"
γυρίζει πλάτη και μετά, πάει στον προορισμό του.
Άντρες, γυναίκες και παιδιά, τρέχουνε στο Πατέρα
και όλο το βράδυ κλαίγανε, για αυτή την μαύρη μέρα
Είχαν στα μάτια τους θυμό, επιθυμία για αίμα
μα πάντα έλεγε ο Ντρουζ "βάλτε στη βία τέρμα",
έτσι κι αυτοί τον άκουσαν και κάναν την κηδεία
αλλά ποτέ δεν έφυγαν από την ουτοπία.
Η ιστορία τέλειωσε, με μία απορία
στο τέλος που τις έδωσα... ποιοι ήταν τα θηρία?
Ήταν ο Ήρωας, ο Ντρουζ, ήτανε οι χωριάτες
ή μήπως ήταν οι σοφοί που ζούσαν σ' αυταπάτες?
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|