Πόσες φορές αντρειώθηκε στης πυγμής το γρόθι
και στήθηκε ολόσωμη στο ύψος του ευατού της
για να καλμάρει του βοριά το ψυχρό φυσημά του
να μην ματώνουν οι φτέρνες της στις πατημασιές
στην άχαρη και παγερή στη ζήση τούτη τη νόθη....
της μοίρας τα χτυπήματα απανωτά στους ώμους
της δε ψυχής τα πλήγματα κραυγές μέσα στη λήθη
άσπρισαν τα μαλλιά με μιας στης νύχτας το κατόπι
τα φυλλοκάρδια της καρδιάς ξέφυλλα στο(στρώμα)
για όλες τις αδικίες της ζωής με τους ψευτονόμους...
τον σκελετό της η αντοχή σέρνοντας γυροφέρνει...
κάθε βραδιά μεσάνυχτα σαν δώδεκα χτυπήσει....
σηκώνεται φάντασμα ορθό στης κάμαρης τον τοίχο
μονολογεί και βλαστημά της κρίσης τα ρημάδια....
και των αχρίων τις βουλές που κόλαση έχουν σπείρει
μια σκότη, το ζαρωμένο μέτωπο ο ίδρωτας ποτίζει
κι ο φόβος αλειτούργητος μπρός στο εικονοστάσι
στραυρωκοπιέται μπας το αύριο ξημέρωμα δεν έχει
χωρίς φαί ,χωρίς νερό ,χωρίς του ήλιου το καμάρι
στο μπαλκόνι της ματιάς μια γαλανόλευκη κυματίζει !