| Παιδί της θάλασσας
Η Αθηνά μια απ’ τις κόρες της,
για ειρήνη έδωσε στον Ποσειδώνα μετά την μάχη
Εκείνος, Θεός τραχύς και φοβερός
Με αγάπη και συμπόνια κοντά του την εδέχθηκε
Της θάλασσας την υγρή αγκαλιά
Πρώτη φορά ν’ αγγίξει
Και την φυγή την ξαφνική να λησμονήσει.
Στο άρμα του το δυνατό
Που ανέμους, θύελλες και καταιγίδες αψηφούσε
Την έβαλε γοργά και κίνησε
Το ταξίδι το πρώτο της μοίρας της να τρέξει
Τα κύματα έσκιζε η τρίαινα με χάρη
Κι αυτός γαλήνη, νηνεμία στο ταξίδι απαιτούσε
Ο Αίολος υποταγμένος τους ανέμους του σταματούσε
Να περάσει ο θεός ο παντοκράτωρ της θάλασσας
Και του Αιγαίου ο κύρης.
Η Αμφιτρίτη στο πλευρό του την κόρη βάσταγε
Γλυκοτραγουδώντας το τραγούδι του βυθού και του ανέμου
Που ανταμώσανε μια φορά κι αγαπηθήκανε με πάθος
Το γοργοκίνητο άρμα του ο Ποσειδώνας
Στου βόρειου Αιγαίου τα νερά οδήγησε
Και σε όμορφη στεριά που πρόβαλε
Καταπράσινο στολίδι αφημένο στο πέλαγο
Την απίθωσε απαλά.
Φεύγω, της είπε τρυφερά,
Μα στο νου μου πάντα θα σ’ έχω
Κι αν με λησμονήσεις ακόμα και τότε
Παιδί της θάλασσας μου θα σε καλώ κάθε φορά
Που η ματιά σου τα πελάγη μου τα ατέλειωτα
Τον ορίζοντα θ’ αντικρίζει
Κι οι ακτίνες του ήλιου του Απόλλωνα
Θα λούζουν τα μαλλιά σου.
Ακόμα κι όταν η μάνα σου η Αθηνά, την γενιά της πίσω ζητήσει
Το αίμα σου και το δάκρυ σου δικό μου,
Θαλασσινό κι αλμύρα θα ‘ναι να θυμάσαι της είπε
και στα μυστήρια τα ανεξερεύνητα τα βάθη της θάλασσας χάθηκε μακριά.
Η μάνα κι ο πατέρας με λαχτάρα την περίμεναν
Και στην κούνια την παιδική την απίθωσαν απαλά
Μεγάλωνε σιγά-σιγά κι έπαιζε και μάθαινε
Και χτυπούσε και σηκωνότανε ξανά
Στο νησί που αγαπούσε, στον κόσμο που γνώριζε τον μικρό
Τον προστατευμένο από την θάλασσα κι από τον Ποσειδώνα
Που δεν τον θυμόταν πια…
Κοπέλα μεγάλη νια κι άλλο δεν άκουγε απ’ την σειρήνα
Της σοφής της Αθηνάς, πίσω να γυρίσει κι έφυγε
Έφυγε με πόνο μεγάλο και ξεριζωμό το ‘νοιωσε τούτη τη φορά
Κι η πόλη της μάνας της, της Αθηνάς
Σκορπιός κι Έχιδνα και δηλητήριο της φάνηκε, κι αντάρα
Και ζούσε μόνο σαν την Περσεφόνη άνοιξη πάνω στην γη
Κι αυτή καλοκαίρι στην θάλασσα γύριζε ν’ ανασάνει ξανά.
Όταν πόλεμος μέγας ξέσπασε και καταιγίδα στην ζωή της
Κι η Αθηνά οργισμένη, την αγάπη της κόρης για την θάλασσα
Να την πληρώσει σκληρά ζήτησε
Κι ο Ποσειδώνας φουρτουνιασμένος που τον λησμόνησε
Την πλάτη της γύρισε σκεφτικός
Ένα μικρούλι τόσο δα δελφίνι απ’ το κοπάδι ξεχώρισε
Κι ήταν αυτό που την Αμφιτρίτη πήγε και βρήκε
Κι οι δυο τους με το βλέμμα τρυφερά τον μάλωσαν
Τον πεισμωμένο τον θεό, κι αυτός την αγκαλιά του άνοιξε
Και λιμάνι της βρήκε ξανά
Η κόρη εκεί στάθηκε
Και την ίδια της την μάνα την Αθηνά
Πολέμησε για το χατίρι του Ποσειδώνα
και νίκησε αυτή τη φορά
Την γης που πατώ ορίζεις, της είπε δυνατά
Μα το νερό που ζωή της δίνει
Δικό μου παντοτινά θα ‘ναι να ξέρεις,
Κι η πόρτα της θύμησης άνοιξε ορμητικά
Και τον Ποσειδώνα πατέρα της πάλι κάλεσε θαρρετά
Κι ας ήταν ένα υιοθετημένο παιδί της θάλασσας
Το ήξερε πως την αγαπούσε το ίδιο με του κορμιού του τα παιδιά
Και τώρα ξανά ειρήνη ζητήσανε η Αθηνά κι ο Ποσειδώνας
Κι η κόρη οργισμένη ανάμεσά τους
Την αγάπη της στα δυο να σχίσει ξανά δεν το μπορούσε
Μεριάστε πια τους φώναξε
Και γης και θάλασσα κι ουρανός
Της ψυχής μου λιμάνια είναι, με το αίμα μου ποτισμένα
Κι ελεύθερη σαν τον βοριά να ‘μαι θέλω
Τα ταξίδια της ψυχής μου να ορίζω
Κι ο νους μου στον ουρανότμητο Όλυμπο
Και στ’ αστέρια να πατά μαζί σας, ακούραστος να τρέχει
Κι ώρα ήλθε πια του Απόλλωνα την λύρα την ξελογιάστρα ν’ αγγίξω!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 10 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|