| Εκείνος ερχόταν συχνά σ’ αυτήν εδώ τη γέφυρα. Στη ζωή του έγραφε παραμύθια. Του άρεσε να τα στολίζει με τα πιο ωραία χρώματα και να τα βλέπει να ζωντανεύουν μπροστά του. Όταν πια έφταναν στο τέλος τους, μάζευε τα χαρτάκια ένα ένα κι ερχόταν εδώ, στη μέση της γέφυρας, έκοβε ένα κομματάκι από το ρούχο του, τσαλάκωνε με αυτό το παραμύθι και τα αποχαιρετούσε. Έπειτα καθόταν για ώρα και παρατηρουσε τη ροη του νερού να τα παίρνει μακριά.
Εκείνη πρώτη φορά έφθανε σε αυτή τη γέφυρα. Της είχαν πει πως όλα όσα χρειαζόταν βρίσκονταν στη Χώρα και πως στη γέφυρα πήγαιναν μόνο κουρελιάρηδες και ψεύτες. Ωστόσο πέρασε χρόνια στη Χώρα και ενώ τα έβρισκε όλα δεν έβρισκε τίποτα που να χρειάζεται, ενώ δεν έβλεπε κουρέλια έβλεπε παντού ψεύτες. Έτσι, νιώθοντας ξεγελασμένη και μόνη ξεκίνησε μια μεγάλη βόλτα χωρίς προορισμό.
Ήταν μια στιγμή απόλυτης σιωπής. Εκείνη για κάποιον ανεξήγητο λόγο έκανε ένα βήμα προς τη γέφυρα και τότε διέκοψε τη σεμνή τελετή του άντρα. Το βλέμμα της στάθηκε στα κομμένα ρούχα του. Το βλέμμα του στάθηκε στα βρεγμένα της μάτια. Δε μίλησαν. Δε χρειαζόταν. Κοίταξαν μαζί τη ροή του νερού και πήδησαν. Δύο απελπισίες που ενώθηκαν γέννησαν την ελπίδα, όπως το νερό της βροχής συναντά το αλάτι της γης και γίνονται θάλασσα. Απορείς• με τόσες απελπισίες τριγύρω πώς γίνεται να μη συναντιούνται...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|