Δίπλα στ’ ανώδυνα σημάδια της βραδιάς
πέντε νυχτιές λίγο μακρύτερα του πόνου
μες στο καθρέφτισμα σφαγμένης αλφαδιάς
σε ιδρώνει πάλι ο καημός του παραπόνου
παρακαλούσες να σου ανάψουν το δαδί
μήπως το πλάτωμα διαβείς τρελής αγάπης
τη μάνα ξέχναγες που έψαχνε να δει
την στερνοκόρη αν την έσφαξε ο σατράπης
Πως χαραμίστηκε ο καιρός ο πιο μακρύς
δεν το περίμενα να χάσω αυτή τη νίκη
να καταντήσω της αγάπης σου ο μπεκρής
και το φιλί σου να μου γίνει αλκοολίκι
Ποιος το περίμενε παιδιά να βρουν πνιγμό
προτού κατέβει ο Χριστός να τ’ απαλλάξει
το ‘να της δύσης να ‘χει πιάσει τον κορμό
το άλλο τη ρίζα της αυγής, κι έχει βουλιάξει
Κι αν στων Αθάνατων το τάγμα μέσα μπω
κάπου τα νιάτα σου αλλού θα χαραμίζεις
το βλέμμα θα ‘χεις της νυχτιάς που ‘ναι θαμπό
και για σημαία το φευγιό θα ξανεμίζεις