έτοιμος είμαι τη μοίρα μου να δοξάσω
σ’έναν καθρέφτη κάτοπτρο του φεγγαριού
ανάψανε τ’αστέρια σου πριν σκοτεινιάσω
και σ’αντίκρυσα στα σύνορα του νοητού
ξεγελασμένη η φήμη με κρυφή γλυκάδα
εσύ της κληροδότησες σύμπαν θαυμαστό
μ’αρώματα,μ’ανθούς με τόση πρασινάδα
στη μνήμη μου αφήνω παράθυρο ανοικτό
στο νού μου εφώναξα πιστά να σε χαράξει
ιδέα μήπως μείνεις την ύστατη στιγμή
τότε ,που για δεύτερη φορά θάχω υπάρξει
ανάμεσα στο σούρουπο και την αυγή
διαλέγω τ’όνειρο χωρίς ν’αναστενάζω
σε ποιον τόπο,χρόνο σε ποια μέρη χλοερά
βαθυκόκκινο,στο ξενύχτι να το βγάζω
ώσπου μεθυσμένο πάλι θα ξεχειλά
των υακίνθων κήπους τώρα πια δε γυρεύω
του βρήκα εκεί που τ’αηδόνια τους μελωδούν
της πεθυμιάς εικόνα με σέρνει να κατέβω
στην όψη σου τα μάτια μου, τη μοίρα τους να δούν