| Στοιβάζουν τα στεντόρεια πνεύματα
Kαι ξεδιπλώνουν τους ιστούς.
Κι η αράχνη η κοντοπίθαρη η ανεμογεννημένη
Χαρά των ύπνων, περιώνυμη κι αφέντρα
Κλωθογυρνάει σαν εαυτή, με αγωνία και στόμφο
Να μάθει ελπίζει περισσώς τα εννοούμενα
Αλλ αντ' αυτού
Κερδίζει λέει ανύποπτες υπάρξεις
Και περιμένει στωικά σε κάποιαν άκρη
Νερό κι αέρα τους κερνά...και περιμένει
Για την ακριβοθώρητη ξεχειμωνιάζουν μόνοι
Μήπως ξυπνήσει απρόσμενα η λυρική και φύγει
Κάποτε αλαφροπάτησε η παιδική στην πόλη
Να τους χαρίσει επίμαχα όλη τη γνώση, όλη
Οι χορικοί κοιμόντανε κι οι αυλικοί σε ύπνον
Κανείς δεν τους προσκάλεσε στο μαγικό αλώνι
Εκεί που κλαίνε οι Θεοί, που προσκυνούν τα ξωτικά
Κι οι μνήμες ξεθωριάζουν
Είναι κανείς; ξεφώνησε κι απάντηση από κρασί βαρύ
Την μισοπήρε.
Έχουν γιορτή και κάθισε καταμεσής στην πόλη
Σήκωσε πάνω για να δει κι έσταξε σκόνη και βροχή
To be continued
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|