| Στο υπόγειο της αγροικίας λαβωμένος
καπνός στον αέρα, σβηστά τα φώτα
ο εαυτός μου στον εαυτό του κλειδωμένος
τίποτα δεν πρέπει να ΄ναι όπως πρώτα
Σαν τότε που μέσα στην άγνοια κολυμπούσα
και απ τη ζωή μου, στάλα ζωής δεν χάριζα,
θυμάμαι με μια μάσκα ευτυχίας τριγυρνούσα
μέσα σε δρόμους που τους ζητιάνους ξόρκιζα
Και στης ζωής σαν έφτασα το τέρμα
ούτε σκύλο δεν είχα να με λησμονήσει,
κι ο βαρκάρης δεν δεχότανε το κέρμα
από την αηδία που του είχα προξενήσει
Μου έκανε λοιπόν το άδωρο το δώρο
και με ξαπόστειλε ξανά, πίσω στη γη
σε ένα υπόγειο χωρίς καθόλου χώρο
που μονίμως αντηχούσε μια οιμωγή
Στους τοίχους γραμμένες επίπονες ιστορίες
όντων που περάσανε απ της τρέλας το σημείο
περίεργα νοήματα, πολλές οι συγκυρίες,
είναι το υπόγειο των δαιμονισμένων το μουσείο
Ένα μαχαίρι με μια λαβή αγκαθωτή
σαν μια γυναίκα του δρόμου, ελκυστικό
με καλούσε με πάθος να χαράξω τη πληγή
λέγοντας λέξεις που δεν υπάρχουνε στο λεξικό
Λαβωμένος στο πάτωμα, αφημένος
ξεγελάστηκα απ τον χρόνο και πεθαίνω
δεύτερη φορά, την τρίτη νύχτα προδομένος,
αλήθεια δεν με παίρνει να σωπαίνω
Μετανιώνω κάθε κακίας μου τις τάσεις
και στην υγειά σου πίνω το πολώνιο βαρκάρη
μη τολμήσεις ξανά και πλησιάσεις
δεν κάνω της ψυχής μου άλλο παζάρι
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 10 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|