άναψα τσιγάρο, κι έβαλα ποτό
μιας και δεν έχω
ούτε ένα φίλο κολλητό
να μου κάνει παρέα
το πόνο μου να πω
να διώξω τη πίκρα
που καιρό τώρα
εμένα κυβερνά
πίνω και καπνίζω
παρέα με τη μοναξιά
πικρή εμπειρία
δεν οδηγεί πουθενά
πίνω και καπνίζω
κοιτάζω το κενό
είναι πολύ μεγάλο
είναι αδυσώπητο
αδειάζει το μπουκάλι
τελειώνουν τα τσιγάρα
πήχτρα το σκοτάδι
παγωμένη η μοναξιά
φίλος πουθενά
η ζεστασιά μακριά
μ’ ένα μπουκάλι άδειο
μ’ ένα πακέτο άδειο