| oi λεύκες και τα κυπαρίσσια κρέμονταν γερασμένα από το φεγγάρι..
με μελανιασμένα χέρια έπαιζε το πιάνο της.. δεν ήθελε να χαιδέψει
τα μαύρα πλήκτρα, τα φοβόταν.. σαν να ήταν ένα μεγάλο θηρίο και
τα θηρία τα φοβόταν.. επαιξε ένα τραγούδι που θυμόταν από παλιά.
με σπασμένη φωνή τραγουδούσε και το ξεκούρδιστο πιάνο με τις
φάλτσες νότες του σκότωνε την σιωπή.. μια σιωπή που είχε άρωμα
κλεισούρας..
κρύφτηκε στις χαρούμενες αγκαλιές των χρωμάτων ενώ παράλληλα
μοχθούσε να χαθεί από την νύχτα, να χαθεί από τις πεταλούδες που
ζωγράφιζε μικρή..
τα όνειρα είναι αυτά που σε κάνουν να εξαφανίζεσαι το βράδυ.. κι
όμως κανείς δεν μπορεί να δει τα ακρωτηριασμένα φτερά των ονείρων..
ολα έχουν ξεραθεί γύρω της.. τα δέντρα κόπηκαν.. εμεινε η γεύση
της ανάμνησης στα χείλη..
ξεχύθηκε σε έναν ζωγραφιστό δρόμο με ανόητες μουσικές.. χάζευε
τους ξεχασμένους ποιητές να χορεύουν τρελά γύρω από θύελλες και
φωτιές.. να στολίζουν τα δάχτυλά τους με φτηνά δαχτυλίδια και με
μαύρο μελάνι
η ζωή της πονά..
ντρέπεται..
χάνει μια καλοκαιρινή φαντασίωση , ένα φθινοπωρινό ρόδο..
μια ανθισμένη χαρά
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|