| Αμπαρωμένες οι στεριές, φευγάτοι οι αυλικοί μου
πως απ’τα πέλαγα να βγω που γίναν φυλακή μου.
Εσύ τα ξάρτια ανέμισες, τα κύματα διασχίζεις
σου γνέφω έρμος ναυαγός, περνάς και συνεχίζεις
Στου λιμανιού τον καφενέ που σε ρωτούν το βράδυ
τους λες απ’ τη γαλέρα μου δεν φάνηκε σημάδι
και κάποιος που είπε φάνηκα στης ρότας σου τα ίχνη
του λες Σιρόκος σ’έσυρε κι είχε βαθιά ομίχλη
Αμπαρωμένες οι στεριές, βαθιά νησί δεν είδα
να γαντζωθώ στα βράχια του, να μπω σε άλλη σελίδα
πώς να σκεφτώ πως θα ‘τανε η αγάπη σου αγκάθι
και ναυαγό θα μ’ έσπρωχνες, να μπω σε άγρια βάθη
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|