| Kείμενο του Στάθη Τσαγγαρουσιάνου
που είχε δημοσιευτεί πριν μερικά χρόνια στο περιοδικό "01"
Τις προάλλες, βρέθηκα σ΄ ένα δικαστήριο. Στην Ευελπίδων
ήταν χαρά Θεού. Το ανοιξιάτικο αεράκι χάιδευε τις ακακίες
κι ένα γλυκό, κίτρινο φως διαχεόταν στα κτίρια. Κουστωδίες
αστυνομικών μετέφεραν με χειροπέδες τους υπόδικους
αξύριστους, με τζιν, ξεκούμπωτα πουκάμισα,
ψευτοκακόμοιρο βλέμμα και τα θηριώδη σόγια να
ακολουθούν ξοπίσω τους. Η δίκη την οποία
παρακολουθούσα ήταν μάλλον ανώδυνη κι έτσι δεν είχα
ιδιαίτερη αγωνία. Κάθησα στις ωραίες καρέκλες κι απ΄ το
ανοιχτό παράθυρο χάζευα έξω. Η άνοιξη είχε έρθει με όλη
της τη σφοδρότητα. Τα πουλιά κεϊλαδούσαν, τ΄ απαλά,
άσπρα σύννεφα έφευγαν, τα φύλλα έφεγγαν και οι
χειροπέδες κροτούσαν. Ήταν τόσο άδικο, που μου
΄ρχόντουσαν γέλια. Οι εναγόμενοι ήταν κάτι
μικροαπατεώνες, γι΄ ακάλυπτες επιταγές κυρίως, που
κυρτωμένοι απ΄ τις τσάμπα ηδονές έδειχναν κάτι αποδεικτικά
στον πρόεδρο με έκφραση απόγνωσης. Αλλά οι κραιπάλες
είχαν αφήσει το μοιραίο ίχνος πάνω στο πρόσωπό τους και
τους πρόδιδε. Αυτό, φυσικά, το διέκρινε αμέσως ο
εισαγγελέας της έδρας και γινόταν έξαλλος. Όλους σχεδόν
τους καταδίκαζε. Επιτρέψτε μου να σταθώ λίγο σ΄ αυτή τη
μορφή. Ενώ η κλίμακα του Κελσίου πρέπει να ήταν στους 28
(υπό σκιάν), αυτός φορούσε , καθιστός, καμπαρντίνα
κουμπωμένη ως το λαιμό! Το πρόσωπό του ήταν λαδερό και
κίτρινο, σα να ΄πασχε από ελονοσία. Ήταν φαλακρός και
λίγες τρίχες κατσαρές στεφάνωναν το σβέρκο του. Είχε ένα
μικρό τετράγωνο κεφάλι και μάτια μαύρα ποντικίσια πάνω
από ένα χιτλερικό μουστάκι. Για να συμπληρώσω το
μελαγχολικό πορτρέτο, ας πω ότι φορούσε τεράστια
μεταλλικά γυαλιά που γάτζωναν την πρησμένη μύτη του σαν
φραγγέλιο. Οποιοσδήποτε είχε τέτοια όψη, θα καταδίκαζε
ακόμα και τις νερατζιές, επειδή ανθίζουν.
Οι κατηγορούμενοι, βέβαια, δεν πήγαιναν πίσω. Παρ΄ ότι οι
περισσότεροι ήταν ταλαιπωρημένοι από τα κρατητήρια, τις
σημάνσεις και τις φυλακές, διέκρινες πάνω τους το
σουρωμένο μάτι της παραλυσίας. Στο στόμα τους επλανάτο η
μνήμη των Φέιμους Γκράουζ, και στ΄ αυτιά τους
κατακάθονταν (θρηνητικά) ο απόηχος της Νεράιδας. Σε
μερικούς, η μύτη είχε πέσει από την κόκα και οι συγγενείς
τους, κάτω θύμιζαν σκυλάδικη κηδεία. Κοιτούσα, πότε
αυτούς, πότε τον άλλον, και δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ:
ήμουν με τη μεριά του απατεώνα! Θα προτιμούσα να
κυκλοφορώ σ΄ ένα κόσμο εγκληματιών παρά σ΄ έναν κόσμο
εισαγγελέων. Για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως για τους εξής
τρεις:
Πρώτον, οι εισαγγελείς γνωρίζουν ένα πολύ μικρό μέρος της
ανθρώπινης εμπειρίας (το νόμιμο) κι εγώ θέλω να μάθω
μέχρι που εκτείνεται το θαύμα της ζωής μου. Θέλω να
αγαπήσω, όπως και να μισήσω.Θέλω να εξαπατήσω, όπως
και να εξαπατηθώ.
Θέλω οι αντιφάσεις μου να συνάψουν γάμο, κάτω απο το
μέγα σφαγείο της φύσεως. Δεύτερον, είμαι (fashion) victim
του πάθους, ή μάλλον των παθών. Πιστεύω ότι μέσα απ΄ τα
πάθη ο άνθρωπος υψώνεται - θα ΄λεγα ¨εξαγιάζεται΄΄, αν δεν
είχαμε Μεγάλη Εβδομάδα.
Ότι καλύτερο έχω πάνω μου είναι προϊόν των παθών μου
χωρίς τα πάθη θα ΄μουνα ένας χοιρινός υπάλληλος Τραπέζης,
άντε και διευθυντής του ΟΤΕ. Τα πάθη κάνουν τον άνθρωπο
ενδιαφέροντα - η διαστροφή, το αλκοολίκι, η ¨μοιραία
χαρά΄΄. Κάτι ήξερε ο Καβάφης, όταν έλεγε ότι ¨το μεγαλείο
του είναι η ομοφυλοφιλία του΄΄, πράγμα που εκ πρώτης
όψεως ακούγεται παράδοξο.
Γιατί τα πάθη είναι συνδυασμένα με τα μαρτύρια, τη χλεύη
και τη σταύρωση - είναι συνδυασμένα όμως και με το
ακάνθινο στεφάνι.
Αυτό το στεφάνι το αποδίδει η ζωή σ΄ όσους τη ζουν μέχρι
εξουθενώσεως. Είναι σαν εκείνο το λουλούδι της Ρομαντικής
Παράδοσης, το παθανθές, που πίστευαν ότι φυτρώνει στη
ρίζα του Σταυρού και κάθε μέρος του συμβολίζει ένα όργανο
του Θείου Βασανισμού: λόγχη, καρφιά, φραγγέλιο. Ένα
τέτοιο λουλουδάκι του πάθους φυτρώνει στη ζωή κάθε
σκυλά, ακόμα κι αν εκείνος το αγνοεί. Ένα τέτοιο παθανθές
φυτρώνει και στο δικό μου κόσμο - ειδικά τώρα που
μεγάλωσα και οι παλιές μου ηδονές έγιναν κοπριά.
Ο τρίτος (και κυριώτερος) λόγος που προτιμώ να ζω σ΄ έναν
κόσμο απατεώνων και όχι εισαγγελέων το ότι, στην αίθουσα,
οι απατεώνες όλοι ήξεραν ότι έχουμε άνοιξη, εν αντιθέσει
προς τον εισαγγελέα. Φορούσαν κάτι τσίφτικα βαμβακερά
σακάκια και τα Fa cad΄ oro του στήθους τους έλαμπαν μέσα
από τ΄ ανοιχτά πουκάμισα στο φως.
Οι συγγενείς τους, κάτω, έμοιαζαν με ανθισμένο φράχτη.
Μια νταρντανοκυρία, μάλιστα, φορούσε μια πλαστική
φράουλα στα οξυζεναρισμένα της μαλλιά. Καθόμουν
ακριβώς πίσω της και ο συνδυασμός χρυσό- κόκκινο του
κεφαλιού της, με ζάλιζε. Ευχάριστα, εννοείται. Μου θύμιζε
την Όλγα. Μια κοπέλα που φίλησα, πριν 15 χρόνια σ΄ ένα
σταύλο στη Ζάκυνθο.
Η δική μας δίκη είχε αίσια κατάληξη, διότι είχαμε καλούς
μάρτυρες.
Ο εισαγγελέας μπροστά τους, φέρθηκε σαν ντροπιασμένος.
ʼφησε προσωρινά ελεύθερη τη φίλη μου και βγήκαμε στο
προαύλιο.
Ήταν απομεσήμερο και το πρώτο χάδι του καλοκαιριού
ζέστανε το πρόσωπό μας.
|
![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | | Στατιστικά στοιχεία | | ![](skin/images/spacer.gif) | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | ![](skin/images/spacer.gif) | | | | ![](skin/images/spacer.gif) |
|