| Στην κλίνη ζωντανό ακόμα
το αίμα
οι τοίχοι ντύθηκαν
την νύχτα
φλεγόμενα παράθυρα
και πόρτες
δεν το βλέπεις αυτό το δώμα
πως αργοπεθαίνει;
Κοιτάζεις σιωπηλός το
πέλαγος
τη στιγμή που βγάζεις
τα γυαλιά σου
θες να κοιτάς με βλέμμα
καθάριο
την απεραντοσύνη
και η φωτιά ηχεί
πολύ μακριά σου
πάντα αψεγάδιαστος ήσουν
μ' αυτά τα μάτια
κάθε ακτίνα τους
και μία Δαμόκλειος σπάθη
με σφάζεις αργά
μα δεν το νιώθεις
χαμένος μες τη ρουτίνα
και τα σβησμένα φώτα
σου 'ναι αδύνατο
ν' αντικρίσεις την ουσία.
Φορούσες και σήμερα
το αγαπημένο μου πουκάμισο
ένα αναμνηστικό του πάθους
εκείνου του πρωτόγνωρου
που γεννιέται στη σιωπή
τη στιγμή που κανείς
δεν μπορεί να δει τη λάμψη του
έπεσα ξανά στην αγκαλιά σου
ήθελα ν' ακούσω την καρδιά σου
την καρδιά αυτή
για χάρη της οποίας πλάστηκε
πριν χρόνια η δική μου
ανέπνευσα τη μυρωδιά κ
και τον πόνο σου
δεν αντέχω αυτό το τρέμουλο
στο σώμα σου
είμαι μια ζωντανή-νεκρή των ματιών σου
χρειάζομαι ένα χαμόγελο
χρειάζομαι τη φωνή σου
είμαι θνητή
θέλω ν' αγγίξω την αθανασία
μέσα από σένα
μα δεν μπορώ ν' ακουμπήσω
το χέρι σου.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|