| 1o
Οικογένεια
Κομμένες λέξεις οι αποστάσεις. δανεικά κάποια ερωτηματικά και τα υπόλοιπα σημεία στίξης κατεβάζουν σε γουλιές τον θυμό που δαπανήσαμε. στα πλακάκια μετράει το ρολόι τους σπασμένους του λεπτοδείκτες. στα παραθυρόφυλλα οι ανάσες γαντζωμένες περιμένουν ότι το βράδυ θα περάσει η αγκαλιά. δεν τόλμησα να πω ότι την σκοτώσαμε, ότι την κάναμε κομμάτια, ότι την βάλαμε τιμωρία σαν πεντάχρονο παιδάκι που έσπασε το καλό βάζο της μαμάς. Oικογένεια δεν τολμήσαμε να μας πούμε ποτέ, αλλά ένα βάζο πάντα υπάρχει σε κάθε σπίτι για να πνίγει όσες μυρωδιές από ροδοπέταλα, δεν σκορπάνε στα σεντόνια τους, οι καθ’ όλα τυπικές φαμίλιες. θα είχα και άλλες εικόνες αν δεν τις είχαμε σταυρώσει, μην τυχόν και το σε θέλω εδώ για πάντα έπαιρνε τελικά σάρκα και οστά…πέρασα απ’ το δέντρο με τους λωτούς, δαγκωμένοι όλοι .
2ο
Και γω ρωταω
Και πάλι ρωτάνε οι σκέψεις. τις ακουμπάω στο δέρμα σαν βέλος και όλα πια, τόξο δάκρυ. δυνατός καφές. τσιγάρο που θολώνει το πρωινό. και τα βράδια μακρινά όπως και το παράπονο. τι να ζητήσω; ίσως να με δέσεις στις στιγμές σου. ίσως να γίνω άγγιγμα στα χείλη σου.
Γράμματα και πάλι όμως γίνομαι και δεν καταπίνομαι. στέκομαι εκεί στον λαιμό. κόμπος έρωτα. ποιος πνιγμός θα με σώσει; ίσως εκείνος των ματιών σου. ~ταχύτητα μιας εικόνας είμαι που δεν ξεπερνιέται, πρόσεχε. ούτε αυτή αλλά ούτε και η μυρωδιά σου. πες μου, γιατί δεν την πήρες και αυτή μαζί σου, φεύγοντας.
Δεν γλιτώνω τελικά. κι όσο με χάνεις, τόσο με βάζεις μέσα στις νύχτες σου. βαθιά εκεί, στα ένστικτα που καίγονται. όση φωτιά, τόσα φιλιά. μετράω μια μια τις προσμονές. τελικά όσο κι αν μεγαλώσεις η ψυχή ποτέ δεν μαθαίνει. παιδί ξαναγίνεται κι όλα απ’ την αρχή τα βλέπει. και ‘γω ρωτάω, πόσες λέξεις μου να θέλει άραγε ο έρωτας σου, για να με ερωτευτεί;
3ο
Λεκέδες γεμάτη η νύχτα.
Σπερμάτινες αγκαλιές. πάζλ το φιλί. αστερισμός το πάτωμα και τα δάκτυλα να βηματίζουν προσεκτικά ανάμεσα στα αστέρια ενός Ήλιου, έτη φωτός μακριά. μάτια ανάξια να βαστάξουν τα όποια δάκρυα φυγής. άγγιγμα η ενοχή. και το δέρμα ένα σπίτι καταιγίδα. ελπίδα γεμάτο το στήθος αλλά να που δειλιάζει και αυτό σε ένα ακόμη αντίο. γερασμένοι οι ώμοι πέφτουν για να έχει η ευχή μια πρόχειρη σιωπή. το αλκοόλ βάζει τιμωρία μια πόλη που έμεινε στις γωνιές του μυαλού σαν καταδίκη. καταδίκη για ό,τι δεν απαντήθηκε με την πρέπουσα αξία τελικά. διαβάστηκε και ο τελευταίος επίλογος, σκόνταψα στο επιμύθιο αλλά ποιος νοιάζεται. εδώ σβήστηκε ολάκερος κόσμος, εδώ καταπατήθηκε ολάκερο το συντακτικό της ηδονής μας, που να με πάρει…
Ενέχυρο ο όρκος και στα ανταλλακτήρια της νύχτας βρίσκεις τελικά μια εύκαιρη ανάσα, έτσι για να λες ότι ζεις τελικά…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|