Στης αντηλιάς τη σιγαλιά ,τ'αγέρι τρεμοπαίζει
με του κυμάτου τη ροή,με τ' αφρού το ζήλο...
όταν θα'ρθεί το λιόγερμα κι ο ήλιος βασιλέψει
η άβυσσος των λέξεων ρουφάει αργά τη σκέψη
εκεί στο χρυσοκόκκινο που ο ποιητής σαστίζει
βαφτίζει η γή τον ουρανό λίγο πριν πάρει νύχτα
κι εκεί κάπου κι η καρδιά ,ζητάει απάγκιο νά'βρει
στην πορφύρα να κλειστεί πριν γίνει η γή μαύρη
στη σπιρτάδα του φιλίού με των χειλιών σμιγάδι
μελώνει το ηλιοβασίλεμα κι ο έρωτας ξεσαλώνει
τα βέλη της φαρέτρας του τα καλογυαλισμένα.....
να 'βρούνε στόχο με πρωτιά τά΄χει εκπαιδευμένα
ηρέμησε κι η θάλασσα στ' ερώτου τους ψιθύρους
στήνει αυτί ν' αφουγκραστεί τους όρκους ν'ακούσει
και στης αγάπης τον καημό κι εκείνη να συντύχει
απο τεφτέρι ποιητή σαν θ' ακουστούν δυό στίχοι .