| Ω γελασμένοι μου αδερφοί
Νόμιζαν βρήκαν της ηδονής αστείρευτη πηγή
μα για τα νερά της δεν το ξέραν,
πως μαύρες στάμπες αφήνουν στην ψυχή
Έπιναν κι έπιναν
αιώνια διψασμένοι
και τους έβρισκε η αυγή χαμογελαστούς,
σε παραλίες που έχουν σβηστεί απ το χάρτη.
Έτσι καθώς κυλούσε του χρόνου το αδράχτι
η αυγή έμελλε να ανατέλλει ματωμένη
και τα χαμόγελα των διψασμένων
χαμόγελα παγωμένα
χαμόγελα φρίκης
που μετατρεπόταν σε ουρλιαχτά τρόμου
μες τα βαθιά σκοτάδια της νυχτός.
Το απόλυτο ολοκληρωμένο συναίσθημα
άβατο για τους κοινούς θνητούς,
κι εμείς σαν βέβηλοι το καταπατήσαμε.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|