| 'Ότι με βγάζει πάλι στον δρόμο-
Να σκοτωθώ, αγγίζοντας σα βρω, με ό,τι έχω και δεν έχω, νιώθοντας λειψός.
Αυτό που γυρίζει χαμένο αμέριμνο και κλαίει μοναχό.
Αυτό που τόσο αγαπώ. Στην εγκατάλειψη μας φτενό, τα υγρά της
σαν βρει πίνοντας. Αν πηγαίνουμε από καμιά φορά στην ξηρασία
και στη σκόνη μας ανοίγαμε, αφήνοντας καθαρό το νερό να τρέξει, κατά γης.
Αυτό που τόσο αγαπώ
-Και με σκοτώνει η θέα του. Το αγαπώ, και δεν φτάνει.
Άχρηστος σε αυτό, την ανακούφιση να προσΦέρω αρκετή,
ο κόσμος στον οποίο ζω. Δίχως κανένα δισταγμό, στους κρεμαστούς
τους κήπους, στην ψυχή μας, κάνει τον ναυαγό και τον σωτήρα. Και τρώς
με μια πείνα ακόρεστη, εξέχουσα και εξαίσια αδάμαστη, έναν- έναν
τον δισταγμό. ..Όταν δεν υπάρχει άλλος, δρόμος, γίνεσαι αυτό που δεν υπάρχει.
Αυτό που καταδικάζεται ερήμην του ενώ είναι παρών, όταν τα μάτια
βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν, ή δεν βλέπουν αυτό που μπορούν
να δουν- στην ανυπαρξία. ...Ακατάπαυστα σα βουητό κάτι μας λέει,
ότι είναι πολύ δυνατό. - Σα ψίθυρος τ' ανέμου, χαιδεύοντας τα αυτιά,
κρούοντας τα τύμπανα. - Όπως ό,τι με τη ψυχή αγαπάμε (και),
το διαβάζουμε από την αρχή.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|