| Petros Malamidis - Reflexiones en un sacro jardin marino by Sofia Strezou
Πέτρος Μαλαμίδης - Στοχασμοί σ’ ιερό θαλασσόκηπο από την Σοφία Στρέζου
Από την μακρινή Ισπανία, έφτασε στα χέρια μου το δίγλωσσο βιβλίο του Πέτρου Μαλαμίδη, ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ Σ’ ΙΕΡΟ ΘΑΛΑΣΣΟΚΗΠΟ, πλημμυρισμένο από τα λαμπιρίσματα της κοινής θάλασσας των δύο χωρών!
Οι μεταφραστές Βασιλική Ρούσκα και Emmanuel Vinader, μαζί με τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ PIGMALION που εδρεύουν στη Μαδρίτη, συνέβαλαν ουσιαστικά στην αυθεντική μεταφορά του πρωτότυπου κειμένου στα Ισπανικά.
Τούτη η παράλληλη διαδρομή, αποδεικνύει την πρόθεση να συμπορευθούν λογοτεχνικά οι δύο χώρες, ανακαλύπτοντας κοινές αφετηρίες και στάσεις στη διαπολιτισμική προσέγγιση των λαών.
Άλλωστε, το ασύνορο της τέχνης εμπεριέχει μια πνευματική διασύνδεση που ρέει βουβά στον κόσμο, ενισχύοντας την πολυπολιτισμικότητά του.
Ο Πέτρος Μαλαμίδης είναι ένας ταξιδευτής, που στη θάλασσα εναποθέτει τις σκέψεις του. Στον αιώνιο ρόχθο της επωάζονται στοχασμοί, σαρώνοντας τις αισθήσεις του ποιητή.
Η ενέργεια του αισθητού κόσμου ιδεατά προσεγγίζεται, για να επιστρέψει διαλεκτικά στο χαρτί. Γι’ αυτό κι ο ίδιος θα πει:
«θέλει άλλα μάτια για να δεις τ’ αόρατο».
Κι είναι αυτό το αόρατο, που δεν περιλαμβάνει κάποια γνωστική εποπτεία, αλλά μια ασύνειδη πεποίθηση πως όλα διέπονται από μια βαρύτητα κι ένα απροσμέτρητο βάθος, στη φιλοσοφική ενατένιση της ολότητας.
Άλλωστε, στη μεγαλοπρέπεια των νερών της θάλασσας διοχετεύει την αέναη αφύπνιση των λέξεων, για να περιγράψει την άφατη αρμονία της.
Είναι το προσωπικό στοχαστικό εκτόπισμα, που δίνει με νηφαλιότητα στον ιερό θαλασσόκηπο της καρδιάς του!
Αναπαράγει την αλήθεια του με ευγενική απλότητα, στα εξωλογικά και φανταστικά τοπία, υπακούοντας στον εσωτερικό απόπλου για τα απάνεμα λιμάνια της ποίησης.
Στην ποντοπορία του συναντά τις πρωτεϊκές συλλήψεις, που στάθηκαν η αφορμή, για να υψωθούν στα ποιητικά ιστία λυρικοί σπινθηρισμοί, εμφυσώντας την θραυσματική του ταυτότητα.
Σε τούτη τη ναυσιπλοΐα διαιρεί δραστικά τα ποιήματα με υπερρεαλιστικούς στίχους, αλλά και με λέξεις που κατοικούν στα περιθώρια της πρόζας. Οι αφηγήσεις έχουν να κάνουν με τον βιόκοσμό του, συχνά συνυφασμένος με τον προσωπικό - στοχαστικό - διαλογισμό, στο διάκενα του χρόνου.
Ο Πέτρος Μαλαμίδης είναι ένας ποιητής, που στη θάλασσα εναποθέτει όλα τα συναισθηματικά φορτία του.
Εκείνη θα γίνει ο κεντρικός άξονας των αφηγηματικών διεισδύσεων του αγνώστου, προσδοκώντας μια συνάντηση μαζί του.
Ψάχναν τα πέλματα χώμα κι η καρδιά την απάνεμη νηνεμία. Μάζευα όμως τέτοια θύελλα στις μέσα ρίζες, τις όλο εσώψυχες πνοές, που σήκωσα φουρτούνα στην πορεία κι άλλο δεν ήξερα ποιος δρόμος μου αρμόζει.
Με πλοηγό τις αισθήσεις, ο ποιητής βάζει πλώρη για ταξίδι μακρινό/δίχως κανένα προορισμό.
Τι κι αν ο χρόνος περνάει - αθέλητα πάντα - χωρίς να κατανοεί τις αποστάσεις του;
Άθαφτες θα κρατηθούν μνήμες και περιστατικά, που σημάδεψαν την αγάπη.
Θα απλωθούν στον ορίζοντα του νερού, απαλείφοντας την απόσταση του ουρανού, με οδηγό του τα άστρα!
προχώρ’ ανάσκελα
τ’ άστρα ξέρουν τον δρόμο
Με πνοές γραφής θα σκιαγραφήσει το υδάτινο κορμί εκείνης που ερωτεύτηκε, στον χορό των κυμάτων.
Υμνεί τον έρωτα της γοργόνας, της ταμένης στο όνειρο και στη μαγεία!
Σ’ αυτήν θα βρει και θα δει την αλμυρή θαλασσινή αύρα, την νοτισμένη στο σώμα της, την φλόγα στο νερό που δεν λέει να σβήσει!
Είναι ο τυφλός που εστιάζει στην ανθοφορία της σιωπής, για να εκφράσει τον χαραγμένο μέσα του λόγο, στην μεγαλοπρέπεια του υδάτινου όγκου.
Γιατί, «Και χωρίς μάτια και χωρίς αυτιά Θεός υπάρχει»
Ι
Πετάχτηκα απ’ των λυγμών τις ρίζες τυφλός
ευθύς ανδρώθηκα βλέφαρο ορθάνοιχτο
και ξέρω που τον λόγο να δωρίσω
και σε τι το βλέμμα να σφραγίσω μια και καλή.
Και χωρίς μάτια και χωρίς αυτιά Θεός υπάρχει.
Άκουσα της σιωπής μου το νόστο λειψό
την ηχώ των ανθρώπων ξοπίσω μουγκή
κι άλλο οι σκέψεις μέσα δε γυρίζουν αιχμηρές.
Σπασμένοι καθρέφτες
Πάνω απ’ τον χάρτινο του πόνου αγώνα.
Κάτι μέσα μου σβήνει, το γνωρίζω καλά,
κάτι μέσα μου σβήνει για πάντα.
Όχι το φως, το σκοτάδι.
Με ακρίβεια ο χρόνος άγγιξε το τέλος
κι όλα χαρμόσυνα επιστρέφουν στην αρχή
κι αυτή σ’ εσένα
κι εσύ σ’ εμένα
κι εγώ σ’ ε σένα
Αιώνια…
Στις ανοιγμένες ρωγμές της αγάπης, ο Πέτρος Μαλαμίδης θα μεταγγίσει την έκταση της αλήθειας του.
Ο πόνος και οι ζυμώσεις που έχουν καταλύσει την ψυχή του ποιητή, ενεργοποιούν την ευαισθησία, για να εξορύξει τις λέξεις, που θα οικοδομήσουν τον ποιητικό στοχασμό του .
Με δομές και φόρμες που εκφράζουν το συμβατό, αλλά και ασύμβατο πνεύμα, επιδιώκει να αναδείξει μέσα από το εφήμερο της ύλης, πως εκείνο που απομένει - τελικά - είναι η αγάπη και η φροντίδα για να διατηρηθεί ατραυμάτιστη.
Αν και γνωρίζει καλά πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να συμβεί, εν τούτοις, εκείνος θα ποτίσει πνοές γραφής στην άβυσσο, για να επουλώσει πνευματικά τραύματα και απώλειες, που σημάδεψαν την εφημεριότητά του.
ΙΙΙ
Ξάφνου, καθώς περιδιάβαινα ανάμεσα στο εφήμερο της ύλης και στο άχρονο της πνευματικής αδηφαγία, με βιά με σαγηνέψανε του έρωτα οι καυτές ανάσες κι έχοντας ένα κλαδί βασιλικό φυτεμένο στην άβυσσο δεν άργησε ν’ ανθίσει κι η αγάπη.
Και να με τι την πότισα:
Με τ’ ασημί λαμπίρισμα της ακροθαλασσιάς
ένα σούρουπο αυγουστιάτικο στην άμμο της Αιγιάλης
Με τις λεπτές φτερούγες της σιωπής
καθώς το πλήθος έψαχνε να ’βρει τον ένοχο κι εγώ μονάχος πάσχιζα πρώτα να επουλώσω το τραύμα
Με την πορφυρή άκρη του πόνου
χαϊδεύοντάς την σχεδόν εκστατικά γνωρίζοντας ότι η άλλη του άκρη αναμφίβολα σκοτώνει
Με το αστραφτερό πρόσωπο της αθωότητας
του δώριζα καθρέπτες συνεχώς κι όλο φαντάζονταν το βλέμμα του κενό και σκυθρωπό
Με την δακρύβρεχτη νοσταλγία του θανάτου
που όμοιά της δεν υπάρχει
Με τ’ ανήσυχα βεγγαλικά της νιότης
πότε εκτοξεύονταν ψηλά κι αντρίκια κεντώντας λάγνα το σαρκίο
τ’ ουρανού κι άλλοτε σβήνονταν αργά και τρυφερά μες στα υπόγεια χαμάμ των γυναικών
Με τις ηλιόλουστες νότες μιας μπόρας καλοκαιρινής
μες στου Toledo τα σοκάκια Ιούλης μήνας αγκαλιά με την Μαρία
ή σε κάτι λασπωμένα προάστια της Βαρσοβία εγώ κι η Loredana κάποτε
Δε θυμάμαι μήτε και ξέρω με τι γελά ο χρόνος, με σιγουριά όμως θα πω ότι το λιγοστό νερό φοβάται μη στερέψει.
Πότιζα πνοές γραφής την άβυσσο για να θρέψει πνεύμα και τώρα σκασμένη από συναίσθημα μονολογεί χορτάτη:
Απ’ όπου πέρασα φεγγοβολά το δάκρυ κι εκεί που πρόκειται να γείρω, ορθή και με το στήθος ως τα ουράνια θ’ αγκαλιάσει την κραυγή μου η αγάπη.
Πάντα ο θάνατος αφήνει τα ίχνη του σε ψυχές που σπαράζουν από την απώλεια, στις παρηχήσεις της λύπης!
Στεναγμοί θροΐζουν σε περάσματα ιερά, στα αίθρια της νοσταλγίας, «καθώς από χώμα δε σαπίζει ο άνεμος».
Αράγιστο - Αξεθώριαστο - Άθικτο, παραμένει το σώμα της μνήμης, σα στριφογυρνά με ευλάβεια στων ουρανών τα ύψη!
Με ασύνορες λέξεις, η άναρθρη απουσία αρθρώνεται στα χείλη του ποιητή από μια ανάσα αιωνιότητας, στην ιχνογραφία του πένθους.
για ποιον θάνατο σπαράζει η ψυχή
καθώς από χώμα δε σαπίζει ο άνεμος
Μέσα από την νοηματολογία και πίσω από τις λέξεις, ο ποιητής προσπαθεί να εξωτερικεύσει εκκρεμότητες, καθώς και την παραδοχή μιας καθημερινής ήττας.
Στη φερτή και μικρή ύλη των στίχων, προσπαθεί να αποδομήσει κρυπτογραφημένους εφησυχασμούς, αναδεικνύοντας την στοχαστική του νηφαλιότητα.
Κι όσο πιο πυκνός είναι ο λόγος, τόσο πιο δύσκολο είναι για τον δημιουργό να αποτυπώσει το εύρος της σκέψης του.
ό,τι φόρεσα άλλαξε ρούχα
Και μπορεί για τον ποιητή οι ποντοπορίες των στοχασμών, στον ιερό θαλασσόκηπο να ταξιδεύουν πάνω στα κύματα, ενώ αέναα τον απασχολεί το αύριο και το αμετάβλητο της μοίρας.
Ίσως γιατί, δεν μπορεί να υποτάξει ρυθμούς αναπότρεπτους και απογοητευτικές αλλοιώσεις.
Ίσως πάλι γιατί, παραμένουν χρεωστικές οι εκκρεμότητες για το μελλοντικό αύριο και την προσωπική σωτηρία.
τι μένει στις παλάμες της τύχης μη ρωτάς
η ανάγκη για το αύριο δεν έχει χέρια
Ο Πέτρος Μαλαμίδης όπου κι αν βρίσκεται, όποιο χώμα κι αν πατά, διατηρεί ανέπαφη μέσα του την ιθαγένεια της θάλασσας. Σφυγμομετρεί την εντοπιότητά του πάνω στη βάρκα, κατευθύνοντας το τρελό τιμόνι της θλίψης!
Παρ’ όλα αυτά, έχει τα μάτια της ψυχής ανοιχτά μπρος σε μια άνοιξη που έσπειρε, στο ολάνθιστο σώμα εκείνης που αγάπησε.
Η συναισθηματική αύρα της θάλασσας συνοδεύει τα ταξίδια των στοχασμών του ποιητή ως το χώμα, για να ακολουθήσει ο αναγνώστης όλη την ευαισθησία και τον λυρισμό του ποιητικού ταξιδιού του και της αλήθειας του!
Και ν’ άνθιζες ολάκερη λεμόνι
Πάνω σε κύμα που τραβά μ’ ορμή το χώμα
Σε βάρκα εγώ
Που θα κατηύθυνα της θλίψης το τρελό τιμόνι
Στην άνοιξη που έσπειρα
Στ’ ολάνθιστό σου σώμα
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|