| Την ειχε ακουσει να φευγει.
Τα τακουνια ακουστηκαν σα χερι,
που χαστουκισαν τη πορτα,
του κοκκινισαν τη ροτα
και το πομολο που επιασε, ακομα καιει.
Ηταν βραδυ κ εβρεχε ψιλα.
Κατεβασε τη φουστα σχεδον προδοτικα,
σαν ερασιτεχνη δολοφονο
που αποπλανει τον αστυνομο
αφηνοντας απραγο τον συνεργο να φταιει.
Κινηθηκε γρηγορα απανω στο ξυλο.
Ημιγυμνη Ευα με το σκοταδι για φυλλο.
Με μαλλια-κλαδια μπερδεμενα,
την ματια-μια σταλια στα χαμενα.
Και το απειρο υγρο, μεσα της να ρεει.
Στην παλαμη του εσφιγγε μια κλωστη,
απ'το δερμα του κορμιου που'χε ορκιστει:
Nα του ανηκει εως και ως σκονη,
στεγνη, διασπαρτ'υγρη σκονη.
Καιτο απειρο υγρο... μεσα της να ρεει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|