| Στης αγάπης μου τον κήπο,
Καβαλάω έναν ίππο,
Κι η βασίλισσα μου ρίχνει
Ένα βλέμμα βλοσυρό.
Μα ο πύργος της την πέφτει
Και στα μάτια ρίχνει νέφτι,
Κι είναι πια ο αρχηγός τους
Πιόνι μαύρο και τυφλό.
Τους μικρούς παραμερίζω,
Της ορμώ και την ξυρίζω,
Και το στέμμα της το παίρνω,
Και στο πάτωμα τη σέρνω,
Μα του έρωτα η ζάλη,
Με χτυπάει στο κεφάλι,
Την κρατώ στην αγκαλιά μου
Και σπαράζει η καρδιά μου,
Στο αυτί της ψιθυρίζω
Πως την θέλω κι ας την βρίζω,
Το κεφάλι της χαϊδεύω
Και την βλέπω να πονά,
Και της λέω φύγε τώρα
Τρέχα μην σε πιάσει η μπόρα,
Φύγε, πίσω μην κοιτάξεις
Φύγε τρέχα να σωθείς.
Μα αυτή πετιέται πάνω
Δίχως σκέψη παραπάνω,
Μ' αγκαλιάζει με φιλάει
Και μου λέει τα εξής :
"Συ με έσωσες ιππότη
Πάμε για ένα φαγοπότι
Τώρα πια μ ' έχουν στη μπούκα
Γι΄ αυτό βγάζω την περούκα
Βγάζω τα μακριά φουστάνια
Το κολιέ απ' το λαιμό
Βγάζω γόβες, δαχτυλίδια,
Βγάζω περιττά στολίδια
Κι όταν πια θα με γνωρίζεις
Και 'συ θα αναφωνήσεις : "
"πως κατάντησες ρε Κώστα
σαν την άνοστη κομπόστα"
Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι
Και Νοέμβριο χαλβά !
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|