| Ονειροπόλε κι άνετε
και ρέμπελε εαυτέ μου,
το βλέμμα σου πού χάνεται,
σε ποια πελάγη, πέ’ μου.
Σε ποιας, τα μάκρη, θάλασσας,
μιλάς με τις γοργόνες
και σεις καημοί, στη σάλα σας,
κλείνετε τους χειμώνες.
Πού σεργιανάς, κακόμοιρη
καρδιά, χωρίς να βλέπεις,
πέφτουν οι ναύτες όμηροι,
σε μια Σειρήνα τσέπης.
Το ’να με τ’ άλλο εξάμηνο,
περνούν από μπροστά σου,
στης γης την υψικάμινο,
ξεγίνεται η θωριά σου.
Σκύβουν, εκόντες κι άκοντες,
στα πόδια σου οι αρχόντοι
κι είναι στην όψη δράκοντες,
μ’ ένα μεγάλο δόντι.
Αγάπη μου, πού χάθηκες,
πού ’ν’ τα γλυκά σου λόγια,
πουλιέσαι – δεν πικράθηκες; –
πόρνη στα καταγώγια.
Ούζα πίνεις ανέρωτα,
ουίσκια νερωμένα,
μιλιούνια σού ’χουν έρωτα,
δεν αγαπάς κανένα.
Π.Θ.Τουμάσης
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|