|
Στα χέρια κρατούσα
χθες βράδυ, δίσκο το φεγγάρι,
απάνω του ξέχειλο από χυμούς
τριανταφυλλένιους το μυαλό μου,
φωσφόριζε στην αστρογάλαζη νύχτα,
και εγώ πήγαινα.
Ούτε τα ερειπωμένα μπαλκόνια,
ούτε οι αλυχτώσες σιωπές της πόλης
με κράτησαν, ούτε της λεύκας το ασημόντυτο
φάντασμα.
Ξαπόστασα σε μια σπηλιά υποβρύχια,
βρήκα ένα τιτάνιο στρείδι και μέσα
στην αρχαία του σάρκα το εναπέθεσα.
Εκεί σιωπηλό,περιμένει την μέρα της κρίσης του.
Με πήρε ο ύπνος μέσα σε φύκια
ροδόχροα,το άγγιγμα τους στιγμάτιζε
με φουσκαλήθρες την σάρκα μου.
Στον ύπνο μου είδα την Θεοτόκο μαυροφόρα
να με κοιτάει με θλίψη.
Ύστερα ήμουν ένα κρίνο του αγρού.
Πέρασε ένας χωριάτης και με τσαλαπάτησε
με την αρβύλα του αδιάφορα.
Κάπου μακρυά ξημέρωνε η μέρα,
ντυμένη αιώνια με τα ίδια ρούχα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|