Τα μαλλια της ειχαν
το χρωμα του εβενου.
Τα πρασινα της ματια ελαμπαν
σαν δυο πολυτιμα πετραδια.
Ηταν ενα πλασμα πανεμορφο
γεματο περισσια χαρη.
Χαρισματα με τα οποια
ειχε προικισει ο Θεος.
Και δεν ηταν μονο αυτα.
Με οτι καταπιανοτανε
τα εβγαζε περα.
Για να διασκεδασει
την μοναξια της
ειχε μαθει να βρισκει
νοημα και αξια
ακομα και στα πιο
απλα πραγματα.
Στο χαδι του ανεμου που εκαμνε
τα φυλλα να θρο'ι'ζουν.
Στον τροπο που γεννιοντουσαν
και που πεθαιναν τα δεντρα.
Στην μυρωδια του ξυλου
που καιγονταν στο τζακι
της κρυες νυχτες του χειμωνα.
Στον ηχο της θαλασσας καθως
το κυμα εσκαγιε πανω
στους αγριους βραχους.
Στις ακαταληπτες φωνες
των πουλιων που της εδιναν
αμεριστη την αγαπη
που οι ανθρωποι
ηθελαν να της στερησουν.
Σ ολα εβρισκε ενα βαθυ
και μεγαλο νοημα.
Και ηταν και ευτυχισμενη
καθως εβλεπε καθε νεα μερα
το απειρο μεγαλειο
του δημιουργου Θεου.