|
Χινόπωρο κι΄ὁ λοϊσμὸς ἀντιγιαγέρνει πάλι
στὰ θερινὰ νυχτέρια μας, χρυσό μου μανουάλι.
Ἕνα ταξίδι σκέφτομαι, τώρα καιρὸ νὰ κάνω,
νὰ φύγω σὲ λημέρι ἀκάτεχο κι’ ἀλαργινό,
ν’ ἀφήσω πίσω σκέψεις ψυχοφθόρες,
τὸν ἑαυτό μου ἀλλοῦ νὰ ψάξω γιὰ νὰ βρῶ.
Ἕνα ταξίδι -ὄχι ὅπως ὅλα τὰ συνηθισμένα-
σ’ ἀνέγνωρους στραφταλιστοὺς γυαλοὺς τσὴ πεθυμιᾶς,
θάλασσες κι’ οὐρανοὺς νὰ ξεσμηλιώσω,
τὰ ἴχνη νὰ γυρέψω μίας παλιᾶς φιλιᾶς.
Κι’ ἔτσι σὲ τοῦτο τὸ παράξενο ταξίδι
σάικα θὰ γενῶ ἐραστὴς τοῦ μπλέ!
Κι’ ἴσως βρεθῶ στὴν ξακουστὴ τὴν Λισαβόνα
καὶ στὴν γλυκιὰ τὴν Κόρδοβα, ποὺ δὲ θὰ δῶ ποτέ.
Ἄραγε Ἄλμπατρος πουλιὰ πότε τὰ μάθιά μου θὰ δοῦν;
Λένε πὼς εἶναι πολὺ μεγαλύτερα ἀπὸ γλάρους!
Ἄραγε θὰ γενῶ ποτὲ ταξιδευτής;
Μέσα στὰ κύματα νὰ ψάχνω μιᾶς ἀγάπης
μακρινῆς τους χρυσαφένιους φάρους;
Ἄραγε αὐτὸ ποῦ ἔχω μέσα μου γιὰ πάντα θὰ κρατήσει;
Ἴσως ἡ φλόγα τῆς ψυχῆς μου -λέω- κάποτε μπορεῖ νὰ σβήσει!
Τοῦ χρόνου ὁ τροχὸς γυρίζει ἄψυχα,
ὅμως τὰ λόγια του καταραμένου ποιητή,
πύρινες φλόγες μοιάζουνε ποὺ καῖνε μία εὐαίσθητη ψυχή!
Μέσα στοῦ χαμένου ποιητῆ τὴν σιωπηλὴ ἰαχὴ
ὁ χρόνος ψεύτης καὶ φονιάς, κερδίζει πάντα στὰ χαρτιά.
Κι’ ὅμως τὸ κίτρινο χινόπωρο, στὸ τέλος τοῦ Αὐγούστου
μὲ χάδι σγουρομάλλικο σταχύ, παιδιάστικα γελᾶ![I][/I][U]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|