| Ο παππούς και ο αλήτης
Ήρθε το βράδυ ο παππούς κουνώντας το κεφάλι
και μου ‘πε άκου νεαρέ μια ιστορία άλλη
Καθόμουνα ένα πρωί σε μια καφετερία
και δίπλα μου καθότανε μία κομψή κυρία.
Κι’ έναν αλήτη πρόσεξα εκεί να γυροφέρνει
και της κυρίας δίπλα μου την τσάντα να της παίρνει
Του βάζω αμέσως τη φωνή τον τρέχω από πίσω
σε μια γωνιά κατάφερα σε λίγο να τον κλείσω.
Αυτός τότε αγρίεψε και βγάζ’ ένα μαχαίρι
και το κρατούσ’ αγόρι μου εις το δεξί του χέρι
Του λέω κάτσε φρόνιμα γιατί θα αγριέψω
άστο μαχαίρι που κρατάς γιατί θα σου τις βρέξω.
Ο τύπος δεν κατάλαβε ότι το εννοούσα
νόμισε πως φοβήθηκα κι’ ότι παραμιλούσα
Και παίρνει την απόφαση να ‘ρθεί να με καρφώσει
και ψήλωσε το χέρι του για να με μαχαιρώσει.
Τότε εγώ κινήθηκα μ’ανέμου γρηγοράδα
και τον εκαβαλίκεψα σα νάτανε φοράδα
Του κάνω τότε μια λαβή και τ’ άρπαξα τα χέρια
και δυο σφαλιάρες του ‘δωσα και έβλεπε αστέρια.
Κόσμος πολλής μαζεύτηκε και με χειροκροτούσε
και ο αλήτης άφησε την τσάντα που κρατούσε.
Όπως τον κράταγα σφιχτά έχασε τη λαλιά του
Κι’ όταν τον σήκωσα ψηλά έβρεξε τα βρακιά του.
Και ήρθε τότε η μαντάμ τη τσάντα της να πάρει
λέγοντας σ’ όλους δυνατά ιδού το παλικάρι
Και ο αλήτης εγγονέ κρατούσε το κεφάλι
αύριο όμως θα σου πω μια ιστορία άλλη.
Γιάννης Μαυρόγιαννος
Από την Ποιητική μου Συλλογή
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|