Βαφτίζομαι σε θολά νερά κατακλυσμών
ραπίσματα του ανέμου έχω στο κεφάλι
κι έρχομαι μέσα απο φωτιές των πυρκαγιών
ανακατεύοντας το μυαλό μου στο τσουκάλι
λένε της συνήθειας θέαμα λυπητερό
δεν είμαι βέβαια ψωραλέο και πομπώδες
την ευχή των γηγενών έλαχε να γευτώ
μηπως μαυρίσω σαν πέφτω σε κενό χαώδες
στο μαύρο με το άγνωστο που δεν φτάνει φώς
ολοτελώς ναταν λυμένα τα μυστήρια
δεν είναι ακόμα της φουρτούνας ο καιρός
Σειρήνα πλάι μου ας φτερουγάει λυτήρια
η ψυχή μου στο σύμπαν θαβρει τη φωνή
άυλη πια στο πλέγμα και κατασταλαγμένη
με τόσο κόπο και ιδρώτα ώσπου να βγεί
θα αγάλλεται ανονείρευτη και δαρμένη
με τα χείλη που σιωπούν θα πρέπει να μιλήσω
εδώ είναι το απόρρητο του πάνω κόσμου
καθώς οδεύω πια στους λειμώνες ας μυρίσω
του κήπου τα ρόδα που αντικρύζω εμπρός μου