Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132744 Τραγούδια, 271243 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Χέρκουλας - Παρτ Θρι
 δει εν΄ντ..
 
Part ΙΙΙ ( οι 6 τελευταίοι γνωστοί άθλοι και Χάπι Εντ )


Ο Ποσειδών στο Μίνωα τρανό χάρισε ταύρο
Και αν σας λέω ψέμματα να μη με λένε γαύρο
Είχανε έθιμο παλιό πρωτού ο ταύρος “φάει”
Πρώτα πρέπει να ξάπλωνε μαζί του η Πασιφάη

Και αυτή πίνει ένα Red Bull και πέφτει στο κρεβάτι
και να σου τέρας γέννησε της Φαιστού το παλάτι
Μινώταυρο τον είπανε ψηλός σα το Γκοτζίλα
Σάρκες ανθρώπων έτρωγε και έπινε τεκίλα

Αντί να τρελαθεί παιδιά η πρόστυχη η μάνα
Ο ταύρος ο πατέρας του τα πήρε εις την κράνα
Χαλούσε θερμοκήπια σοδειές πηγαίναν στράφι
Και όλα τα Κρητικόπουλα ξεμένανε στο ράφι

Προίκατσι δε είχε κανείς τσι όχου μωρέ μεράτσι
Το Ηρακλιό φωνάζουνε να δέσει το ταυράτσι
Μια πόλη του χαρίζουνε με χίλιες ομορφάδες
Ηράκλειο την είπανε τσε να τσι μαντινάδες

Το Ηρακλιό καλέσανε να πάει εις την Κρήτη
Έλα έλα έλα Ηρακλιό μου
Ο ταύρος κουζουλάθηκε φωτσιές βγάζει από τη μύτη
Έλα έλα έλα Ηρακλιό μου
Ρακή θα σε φιλέψουμε αν πάρεις τον κοπρίτη
Έλα έλα έλα Ηρακλιό μου
Πήγε καβάλα το Ηρακλιό τσι από το Ψηλορείτη
Έλα έλα έλα Ηρακλιό μου
Τσε μια τσε δυο εκοπάνησε του χάλασε τσι μύτη
Έλα έλα έλα Ηρακλιό μου
Ίντα μωρέ βοήθεια μας κραίνει το κοπέλι
Έλα έλα έλα Ηρακλιό μου
Φοίβε τσι απολυμάρες σου μου έσπασε το τέλι

Οι σύντεκνοι εβοήθησαν στο χώμα τονε στρώσαν
αν και τα μάτια κόκκινα στο πλοίο τον φορτώσαν
Μόλις τον είδε ο Ευρυσθεύς κρύφτηκε σε πιθάρι
Στην Αττική το αμόλησε , για των Θεών τη χάρη..

Ο επόμενος ο άθλος του είναι λίγο μπλεγμένος
Κι απ΄τις πολλές παραλλαγές στο σκότος βουτηγμένος
Όμως τηνε βασάνισα και μου τα είπε η Μούσα
Με το φτερό γαργάλαγα για ώρες στη πατούσα

Διομήδης ο γκαζοφονιάς κάτω στα Λιμανάκια
Γνωστός στους μπάτσους , στα φρικιά , πείραζε μηχανάκια
Στη Βούτα ήτανε γνωστός , στους χρόνους τους αρχαίους
Τσαντάκιας και κακοποιός για τους νοικοκυραίους

Είχε πειράξει το παπί με ελαφρύ πιστόνι
Οκτάνια , εξάτμιση , κι αλουμινέ τιμόνι
Και ιπποδύναμη τρελή τα εκατό και πάνω
Τα άλογα του φτάνανε μα εγώ τι θες να κάνω ?

Ρωτά με ύφος ο Ηρακλεύς , δε ξέρω από ταμπούρα
Σαν άλλοι κόντρες κάνανε , εγώ μάζευα μούρα
Αυτό του το βρωμόγκαζο πρέπει να κατασχέσεις
-Και αν τον πιάσεις κάθομαι ακόμα να με χέσεις-

Λέει μέσα απ' τα δόντια του το ύπουλο ξαδέρφι
Μα τότε λέει ο Ηρακλής , έχεις καθόλου νέφτι ?
Τις άδειες τα διπλώματα ταυτότητες κι απ`όλα
Κρατούσαν και στοιχήματα πέφτανε καραμπόλα

Και νά σου φτάνει ο ήρως μας καβάλα σε μουλάρι
Και γέλια ηχήσαν τρανταχτά μα ετούτος στο ταγάρι
Κρύβει φιάλη μυστικά και λέει στην παρέα
ʼκουσα εδώ ρε μάγκες μου πως τα περνάτε ωραία

Ο Dio -έτσι τον έλεγαν χαϊδευτικά οι φίλοι
Σηκώθηκε και μάσαγε καπνό πικρό στα χείλη
Γιό μπράδερ λέει , κολλητέ , ωραίο το όχημα σου
Τι λες για δύο στάδια μια κόντρα και μαγκιά σου

Μισό λεπτάκι κολλητέ του λέει ετοιμάσου
Και το κριθαροκίνητο θα γίνει μάθημα σου
Χώνει το νέφτι στα κρυφά και πριν να κάνει βήμα
Ακούγεται μια ιαχή και φτάνει ως την Κίνα

Ξαναγεμίζει κι έμαθε η γη πως είναι σφαίρα
Πολύ πριν του Κοπέρνικου τα λόγια του αέρα
Ο Dio από την ντροπή το δίπλωμα το σκίζει
Φρουροί κατάσχουν το παπί κι αυτός ακόμα βρίζει

Στη μάντρα το φυλάττουνε και με ένα κατσαβίδι
Ανοίγουνε τον κύλινδρο , πατέντα Αρχιμήδη
Μα κάποιοι κλέψαν τα χαρτιά κι αρχίσαν τη τραχάλα
Και βγάλαν νέα σχέδια εντούρο Βουκεφάλα..

Ο Ευρυσθεύς αγρίεψε , τον είχαν ξεκουφάνει
Απ'τις πολλές τις δοκιμές , τι τάχα μου να κάνει
Ένατος άθλος Ηρακλή ,Ζώνη της Ιππολύτης
Ατσάλινη της παρθενιάς προστάζει ο αλήτης

Οι Αμαζόνες φίλοι μου , στα Μάταλα γυρνούσαν
Κόρες ήταν των λουλουδιών κι όλο γλεντοκοπούσαν
Δε γούσταραν τον έγγαμο το βίο , στην Εστία
Προστάτιδα οικογένειας δεν είχανε λατρεία

Από τα πλούσια Χανιά ως το φτωχό Λασίθι
Όλοι για κείνες λέγανε σχόλια κακοήθη
Λεσβίες τις φωνάζανε , εταίρες με πατέντα
Και λέγαν η βασίλισσα πάντα τα πόδια τέντα

Απόδειξη τρανή λοιπόν θα ήτανε η ζώνη
Μα αυτές ήταν καχύποπτες σα βλέπαν παντελόνι
Σαν έφτασε ο Ηρακλεύς με είκοσι συντρόφους
Κοινόβιο αγνάντεψε από τους πάνω λόφους

Ωσάν λιβάνι μύριζε , Ω Πλούτων , τι μαστούρα
Μα έπειτα κατάλαβαν ότι ήταν η αγιαστούρα
Γυμνόστηθες αγιάζανε και ψέλνανε τραγούδια
Στη Ζώνη της Ιππόλυτης καρφίτσωναν λουλούδια

Τα σάλια τους ετρέχανε στη κάτω τη σιαγώνα
Την κόρη σαν την είδανε τη νεραϊδογοργόνα
Δυο μέτρα πόδι , γκόμενα , εξήντα - ενενήντα
Οι διαστάσεις τέλειες και λέει στον Αμύντα

Σύντροφε το τηλέφωνο από την Ιντερφλόρα
Δώσε μου σε παρακαλώ θέλω να στείλω δώρα
Παρήγγειλε εξωτικά άνθη απ άλλα μέρη
Κι εντελβάις του έφτασαν με ένα περιστέρι

Πλύθηκε και χτενίστηκε , ξούρισε και το μούσι
Και γύρω τα συντρόφια του σα μελισσών λεφούσι
Τα άνθη να τρυγήσουνε , γλυκιά μύριζε γύρη
Κι έτσι ρε μάγκες άρχισε Σατύρων πανηγύρι

Γουστάρανε οι τύπισσες , ήτανε λιγωμένες
Σε μιας κλεψύδρας γύρισμα , έπαψαν να ν` παρθένες
Όλες τους επροτίμησαν των Δωριέων τη φάρα
Ο Μίνωας θα της έβγαζε όλες πάνω στην κλάρα

Μόλις τη Ζώνη έφερε απόδειξη βαρβάτη
Ο Ευρυσθεύς του έριξε στην πλάτη του αλάτι
Γύρισε σκούπα ανάποδα , για ξεκουμπίδια μάγια
Κλαίει η νύχτα στα βουνά , κλαίει κι η κουκουβάγια

Η Αθηνά προστάτιδα ηρώων κι ημιθέων
Κάλλιο δούλος σε είλωτες παρά στων βασιλέων
Τι αν και πλούσιοι αυτοί , θεριεύουνε τα μίση
Κρίμα , ο άθλος ο εννιά , φάνταζε εσχάτη λύση

Τελείωσα , δεν τελείωσα , μαδούσε μαργαρίτα
Απ'την πολλή την κούραση είχε πια γίνει πίτα
Μα ο Βασιλεύς για δέκατο, Βόδι του Γηρυόνη
Βόδι κοκκινομούρικο να φέρει με καμιόνι

Το βόδι αυτό το φύλαγε ο μέγας κύων Όρθρος
Που βρώμαγε το στόμα του σα νάταν κανάς βόθρος
Βοσκός ο Ευρυτίωνας , ήταν του ʼρη τέκνον
Στα μέρη της Ευρύθειας, όπου δύει ο Φαέθων

Το κέρας της Αμάλθειας γέμισαν στα ʼλφα Βήτα
Ο Ηρακλεύς μας ο Ταρζάν κι ο Ευρυσθεύς η τσίτα
Ροκφόρ τυρί μουχλιάρικο και λάιτ μαγιονέζα
Πέστροφα πήραν καπνιστή και γάλα ολλανδέζα

Καθώς σάντουιτς φτιάχνανε στην κεντρική κουζίνα
Ακούνε ξάφνου μια κραυγή και βλέπουνε τη Ζήνα
Του πρακτορείου του Ευ-Ζήν ήταν αυτή αφέντρα
Ταξίδια , trekking , θεατρικά , στων πόλεων τα κέντρα

ʼκουσα φίλε μου καλέ , ταξίδι ετοιμάζεις
Πες μου το πρακτορείο μας γιατί δε δοκιμάζεις
Διαμονή θα έχεις λουξ με breakfast , μες τη χλίδα
Θα σε πηγαίνουν εκδρομές , θα ζήσεις σαν τον Μίδα

Μα αυτός κομψά αρνήθηκε , δουλειά και όχι βόλτα
Την έβγαλε έξω κι έκλεισε στη μούρη της την πόρτα
Μέρες θαλασσοπνίγονταν ,Ωκεανοί , μαυρίλες
Πέρα απ` της Ιβηρικής που έχτισε τις Στήλες

Σαν άφησαν ξωπίσω τους την τότε γνωστή Ευρώπη
Φτάσανε στην Αμερική κι απ'το θαλασσοκόπι
Σωριάστηκαν σε μια ακτή μα βλέπουνε τσαντήρια
Τα βάσανα τους έμοιαζαν να είναι χίλια μύρια

Σαμάνος μάγος τους ξυπνά , σπανός κοκκινομούρης
Ουγκ λέει κι αυτοί Αμάν , Ω , τι ασχημομούρης
Σαν έκατσαν μήνες οκτώ και έμαθαν τη γλώσσα
Ρώτησαν για τα θαύματα που έβλεπαν τα τόσα

Ντίσνεϋλαντ, Γκραντ Κάνυον , Νιαγάρα καταρράχτες
Όλα τα καταγράψανε σε πάπυρους και χάρτες
Γι αυτό και στου Αμέρικο με επίθετο Βεσπούκι
Πως πρώτος ονομάτισε μη πέφτετε το λούκι

Με τον Σαμάνο κολλητοί το Καθιστό Δαμάλι
Ειρήνης πίπα κάπνιζαν και φτιάχνανε κεφάλι
Μια μέρα τον ρωτήσανε , Ξέρεις τον Γηρυώνη
Κι έγινε το κεφάλι του αργίτικο πεπόνι

Ευθύς τον καταλάβανε , πως ήτανε το βόδι
Ο ξάδερφος που πρόσταζε ,του δένουνε το πόδι
Ο Όρθρος το κοπρόσκυλο άρχισε να γαυγίζει
Κι ο Ευρυτίων ο φύλαρχος κατάρες τους αρχίζει

Μα η τριήρης γρήγορη και τα κανώ τσακίζει
Κι έτσι ο κοσμογύριστος στα πάτρια γυρίζει
Βαφτίσαν το Σαμάνο μας στη άσπλαχνη την Ήρα
Μα άρχισε χορό βροχής και γίνηκε πλημμύρα

Για άθλο εσύ ενδέκατο πρέπει να πας τον ʼδη
Τον Κέρβερο το φύλακα απ`το τραχύ σκοτάδι
Να ανασύρεις και εδώ μπροστά μου να τον φέρεις
Σε εμπιστεύομαι πλατιά και θα τα καταφέρεις

Στις πύλες του Αχέροντα συνάντησε το Χάρο
Κάπνιζε χύμα άφιλτρα , η μύτη του φουγάρο
Φίλε του λέει το κάπνισμα γνωστό είναι πως σκοτώνει
Βενζόλιο, υδροκυάνιο, καρκίνος και στειρώνει

Με απορία ο Χάροντας τονε κοιτά και λέει
φίλε κάνω διαφήμιση , και από τα γέλια κλαίει
Για πες μου τώρα έφερες τους οβολούς για ναύλο
Η μήπως και τα Τάρταρα τα πέρασες για στάβλο

Οργανωμένοι είμαστε διόδια και μπάρες
Είναι βλέπεις πολλών λογιών οι των θνητών οι φάρες
άλλοι ξοδεύονται αργά απ`της ζωής τα χίλια
και άλλοι μου έρχονται νωρίς σαν άγουρα σταφύλια

μα εσύ συγγνώμη ,μα ...εσύ δεν είσαι στα βιβλία
κάνε στην άκρη φίλε μου να μπάσω την κυρία
Γέροντα , δεν περίμενες θνητό μες τους νεκρούς σου
Μα εγώ είμαι ο γιός του Ζεύς να πεις του κύριού σου

Ναι , ναι , ʼδης ? ο ίδιος ? έλα , καλεί ο Χάρος
Μιλά και ο ʼδης χέστηκε και του φυγε ο φλάρος
Αμαάν! άαχ Περσεφόνη μου , τον άντρα σου τον χάνεις
Σύρε τα μαύρα φόρεσε , Ω Δία τι μου κάνεις

ʼντρα μου σόρρι , τι μου λες και κάθιδρος πώς είσαι
Πάει μου ξεμωράθηκες , μοίρα κακιά που είσαι...
Ουπς , έχεις δίκιο γλύκα μου , μα που να συνηθίσω
Ο Χάρος όταν με καλεί , τώρα θα τονε βρίσω

Ρε άχρηστε , χλιμίτζουρα , μου έκοψες το αίμα
Τι στο κακό φουρτούνιασε του Αχέροντα το ρέμα?
Κύριε κάποιος είναι δω με σύσταση του Δία
Α , οκ ...μπορείς να κατεβείς , δώσε μου τα στοιχεία..

Θεέ τον άμοιρων ψυχών κι όλων τον πεθαμένων
Και των θνητών το φόβητρο , προστάτη των παρθένων
Ρωτώ λοιπόν κι εσένανε που ...“ δε φοβάσαι Χάρο “
Τον φοβερό το σκύλο σου τον Κέρβερο να πάρω ?

Από τις τούμπες τις πολλές πρέπει να σου χει μείνει
Νομίζεις ότι στις ψυχές αρέσει το καμίνι?
Νομίζεις πως δε θέλουνε τα Ηλύσια Πεδία
Μα τους φυλάει ο Κέρβερος που χει κεφάλια τρία

Ή μάλλον έχει τέσσερα , ξέχασα το από κάτω
Μα άμα σκύψεις να το δεις , σου έσκισε τον πάτο
Φύγε λοιπόν όσο πνοή στα στήθη σου απομένει
Και άσε στους ασφόδελους τη θλίψη να σωπαίνει

Μα ο Ηρακλεύς επίμονος και έτσι το θηρίο
Το έπιασε και το κρατά σφιχτά, στα χέρια του τα δύο
Μα μόλις τονε τάισε κονσέρβα γαλοπούλα
Σούζα μπροστά του κάθησε στα μαύρα του καπούλια

Τα είδε όλα ο Ευρυσθεύς και πάλι στο πιθάρι
Κρύφτηκε και το κάτουρο του βρεξε το ποδάρι
Στον ʼδη ευθύς τον γύρισε τον έδεσε και πάλι
ο Χάρος καλή αντάμωση και γνέφει το κεφάλι

κλειστή η λαχαναγορά ήταν των Εσπερίδων
χρυσά τα μήλα γίνανε στα μέρη των Ατρείδων
στα ύψη ο πληθωρισμός στη Δήμητρα λαμπάδα
μα πέταγαν οι γεωργοί , τομάτες στον Κεάδα..

Και έτσι αυτός απ'την ντροπή , κι ανικανότητα του
Έπεσε σε ένανε γκρεμό που πήρε το όνομα του
Αυτό το δράμα του υπουργού συγκίνηση τους δίνει
Κι ο Ηρακλής ξεκίνησε για εκεί που ο ήλιος σβήνει

Στο δρόμο του ο ʼνταιος μα αυτός τονε σκοτώνει
Καθώς στα χέρια του ψηλά πολύ αυτόν σηκώνει
Τον Προμηθέα συναντά με κίρρωση ηπάτου
Από τον οίνο τον πολύ έπεσε του θανάτου

Ευθύς αποτοξίνωση με βρύα και λειχήνες
Και τα δεσμά του έσπασε με ενέσεις καφεϊνες
Ευγνωμοσύνη ο Θεός , και δίνει οδηγίες
Του ʼτλαντα του αδερφού , κάργα οι πανουργίες

Αυτός τον δρόμο γνώριζε μα είχε πολλά τα βάρη
Στους ώμους του , ένα σωρό δάνεια είχε πάρει
Γαμώ τα εορτοδάνεια και τις πιστωτικές τους
Μα τι μαλάκας που είμουνα και σε όλες τις γιορτές τους

Έστελνα δώρα εγώ σωρό , να τώρα τα αγγούρια
Μου κόψανε και το νερό και πίνω από παγούρια
Γεια και χαρά σου ʼτλαντα , μες τον ωκεανό σου
Θαρρώ τώρα πως πνίγεσαι και στέρεψε το βιός σου

Γειά και σε σένα νέε μου , στα μέρη τα δικά μου
Οι ξένοι υπογράφουνε , να εδώ είναι τα χαρτιά μου
Του Προμηθέως όμως εσύ τα λόγια μηρυκάζεις :
Τον όφι και τη τζίφρα σου , πρόσεχε που τα βάζεις

Κοιτά τα ψιλογράμματα και του φυγε ο τάκος
Τώρα να δεις βρωμόγερε τι απίδια έχει ο σάκος
Και τον βουτάει απ'το γυακά και του φωνάζει σκάσε
Σύρε στη λαχαναγορά , την απεργία σπάσε

Κι έτσι πέσαν οι τιμές και τα χρυσά τα μήλα
Γινήκαν ξανά κόκκινα και γέλασαν τα χείλια
Και φτιάξανε μηλόπητες και ποντς με την αράδα
Μηλίτες και μηλόξιδα και τόννους μαρμελάδα

Ο άθλος ο δωδέκατος έτσι παιδιά τελειώνει
Μα η Ιστορία Ήρωα κανένα δεν τον σώνει
Καταραμένοι όλοι τους κι όλα άραχνα και μαύρα
Μα εγώ παίρνω τη δύναμη και έχω φωτιά και λαύρα

Φαρμακωμένα σώβρακα και ζήλιες και αηδίες
Εγώ δεν τα ασπάζομαι , δε θέλω εγώ κηδείες
Απλά την θεογκόμενα την Ήβη ενυμφεύθει
Κι από κανέναν ύπουλα ο Ήρως δε φονεύθει

Πολλά ήταν τα ταξίδια του και μύρια τα καλά του
Όλο τον κόσμο γύρισε και ιερά δικά του
Παντού οι ανθρώποι έχτιζαν και αν τα βρείτε πάτε
κι αν κάτι εγώ παρέλειψα .. Έε , να με συχωρνάτε...

{Α}



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 8
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Ο κιμάς κόπτεται παρουσία του πελάτη
 
ΝΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
03-07-2006
να με συγωρεις αλλα αυτο δεν....καλημερα ισως το βραδυ !!!!!!!!
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΠΑΠΠΑΣ
03-07-2006
Καλά το συμπλήρωσες,πράγματι χρειαζόμαστε χάπι για να συνέλθουμε.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΠΑΠΠΑΣ
03-07-2006
Και οι άθλοι δεν είναι δώδεκα.Είναι δεκατρείς μαζί με τον άθλο που κάναμε διαβάζοντάς σε.
Schatzi
03-07-2006
Μετά αποό τον άθλο του να σε διαβάσω (part 1-2-3), πληρώνεις την επίσκεψη στον οφθαλμίατρο :) ...(schatzi)
ΠΑΡΑΠΟΙΗΤΗΣ
03-07-2006
α καλάααα, είσαι βαριά τέκνον μου, περαστικάαααα.
Λύχνος του Αλλαδίνου
04-07-2006
Ωρέ ʼσε αν εμείς θέλουμε ένα τέταρτο να το διαβάσουμε εσένα πόσο σου πήρε να το γράψεις; Τι να πω πια ηφαίστειο ποίησης είσαι...
balistreri
13-03-2007 @ 08:50
Μεγαλοφυία είναι κάποιος που γράφει τους άθλους του Ηρακλή ως έπη του Ομήρου...
βορειος πονος
05-03-2008 @ 12:24
::mad.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο